Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΙΚΤΗ

Πριν πάει στο πρακτορείο είπε να περάσει μια βόλτα από την χριστουγεννιάτικη αγορά, τα χασάπικα, τώρα που είχε στη τσέπη κάτι φράγκα που θα τά ‘παιζε βέβαια γιατί ως φαίνεται γύρισε επιτέλους ο τροχός. Δέκα ποντάρισε στο στοίχημα, ενενήντα κέρδισε και τώρα ετοιμαζόταν για τη μεγάλη ζαριά, να βάλει 100 και να βγάλει 1400. Αλλά, όσο νάναι, μια βόλτα στην αγορά θα την έκανε.

Το λοιπόν λιμπίστηκε κάτι φρέσκα συκωτάκια πουλιών, του τά ‘βαλαν σε μια μικρή σακούλα και τά ‘χωσε στη τσέπη του παλτού για να μην τα ξεχάσει στο πρακτορείο. Πήγε κι έπαιξε το στοίχημα, εγγλέζικες ομάδες που τις ξέρει καλά – εκεί δε γίνονται ζαβολιές και οι εκπλήξεις είναι καθαρές. Φαντάστηκε με το χιλιοπεντακοσάρι στη τσέπη του να νοικιάζει κουστούμι και φρέσκος – καθαρός να αριβάρει στο Χίλτον, όπως τις παλιές καλές εποχές, για να πάρει πρωινό. Τότε που ήταν ο Τόλης ο παίκτης. Πριν τον παίξουν οι γυναίκες και τον τελειώσουν.

Πήρε το δρόμο για το πανδοχείο. Το πρωί, όταν ξύπνησε, είχε κάτι σαν κρυάδες, λίγο ο λαιμός του, λίγο συνάχι. Τώρα ένοιωσε πάλι βαρύς. Πρέπει να ανέβαζε πυρετό.

Μόλις έφτασε, τον υποδέχτηκε ο πανδοχέας με το γαμπριάτικο κουστούμι του που τον στένευε αρκετά – πριν από σαράντα χρόνια του ερχόταν κουτί.

-Κύριε Τόλη, συγνώμη για την υπενθύμιση, αλλά είχαμε συμφωνήσει για κάθε βδομάδα και έχουν περάσει τρεις. Θα μπορούσατε;

-Βεβαιότατα κύριε. Λυπούμαι για την καθυστέρηση. Περίμενα κάποια χρήματα. Έχω λάβει ένα ποσόν αλλά θα έρθουν και άλλα. Αύριο θα σας εξοφλήσω.

-Εντάξει κύριε. Παρακαλώ μη μας ξεχάσετε.

Ανέβηκε με κόπο τα σκαλιά, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έβγαλε το παλτό και το κρέμασε στη καρέκλα. Πήγε στο λαβομάνο και έβαλε νερό στο ποτήρι. Ήπιε λίγο και ξάπλωσε, όπως ήταν, με τα ρούχα και τα παπούτσια.

Πέρασαν τρεις μέρες. Η γυναίκα του πανδοχέα γκρίνιαξε στον άντρα της.

-Αυτός μας δουλεύει Χαράλαμπε. Να πάμε να του τα ζητήσουμε κι αν δεν έχει να τον πετάξουμε κλωτσηδόν.

Ανέβηκαν επάνω, ο Χαράλαμπος με το κουστούμι και η κυρία του με τη ρόμπα. Χτύπησαν την πόρτα μα δεν πήραν απάντηση. Άκουσαν ένα άγριο ροχαλητό.

-Κοιμάται το πουλάκι μου. Άνοιξε Χαράλαμπε.

Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκαν μέσα. Το δωμάτιο βρωμούσε ιδρώτα αρρωστήλας, κατρουλήλα, απλυσιά, τσιγαρίλα και κάτι άλλο απροσδιόριστης προέλευσης..

-Άνοιξε το παράθυρο που να πάρει ο διάολος. Θα τον διώξουμε με τις κλωτσιές.

-Χωρίς να πάρουμε τα φράγκα; Είπε ότι έχει λάβει κάποια λεφτά. Να δούμε πού τα έχει.

-Θα τον κλέψουμε Χαράλαμπε;

-Τρελάθηκες; Θα πάρουμε τα χρωστούμενα.

Η κυρία με τη ρόμπα κοίταξε την εικόνα με την Παναγιά και το μικρό Χριστούλη στον τοίχο και έκανε ένα βιαστικό σταυρό.

-Θέμε συχώρα με.

Κοίταξαν γύρω τριγύρω δεν είδαν πορτοφόλι.

-Ας δούμε και στο παλτό.

Η κυρία του πανδοχέα έβαλε το χέρι της στη τσέπη του παλτού και αμέσως το τράβηξε με αηδία και αποστροφή.

-Τι σκατά είναι αυτό;

Έτρεξε στο λαβομάνο να πλυθεί βρίζοντας.

Ο Τόλης ο παίκτης ροχάλιζε.    

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Μια μέρα του Αρίστου Χάρη


Δέκα και πέντε το βράδυ. Ο Αρίστος Χάρης βάζει κόκκινο μερλό στο κολονάτο ποτήρι και το παίρνει μαζί του στην πολυθρόνα. Πίνει δυο γουλιές και ανάβει τσιγάρο.

Πέντε λεπτά πριν, μπήκε στο διαμέρισμά του.

Σαρανταπέντε λεπτά πριν, ήταν στο νοσοκομείο όπου κατέληξε ο πατέρας του.

Τέσσερις ώρες και εικοσιτρία λεπτά πριν, ήταν στα γραφεία της εταιρείας. Δέχτηκε τηλεφώνημα από το νοσοκομείο που τον ενημέρωνε ότι η κατάσταση του πατέρα του ήταν εξαιρετικά κρίσιμη.

Οκτώ ώρες και τριαντατέσσερα λεπτά πριν, έπαιρνε το γεύμα του στο εστιατόριο της εταιρείας. Έτρωγε το φιλέ μινιόν μηχανικά, απορροφημένος από σκέψεις.

Εννέα ώρες και ένα λεπτό πριν, τον πήρε η κόρη του να του ανακοινώσει ότι διακόπτει τις σπουδές στο Πολυτεχνείο για να γραφτεί σε σχολή κινηματογράφου. Επίσης του τόνισε ότι δεν την ελκύουν πια οι άντρες και προτιμά τις γυναίκες. Εξάλλου, αυτές οι ανακοινώσεις μικρή σημασία έχουν διότι αποφάσισε να διακόψει οριστικά τις σχέσεις της με τους γονείς της.

Έντεκα ώρες και δεκατρία λεπτά πριν, τον πήρε η πρώην γυναίκα του για να του πει ότι η κόρη τους είναι τρελή και δε θέλει να τους βλέπει. Πρόσθεσε ότι ούτε εκείνη θέλει να τον βλέπει και να τον ακούει.

Δεκαπέντε ώρες και πέντε λεπτά πριν, ειδοποιήθηκε όπως κάθε πρωί από το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε, έριξε νερό στα μούτρα του, έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο. Έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του. Ο πατέρας του πεθαίνει. Του αφήνει μεγάλη περιουσία σε ακίνητα και μια επιχείρηση εισαγωγών ειδών αντρικής ένδυσης από κορυφαίους οίκους. Θα αφήσει επιτέλους την εταιρεία που τον αηδιάζει. Θα αγοράσει μια φάρμα με μια αγροικία και θα μείνει με τη όμορφη φίλη του, δασκάλα του τένις, εκπαιδεύτρια αλόγων και ειδική στην αποκατάσταση έργων τέχνης . Πλύθηκε, ντύθηκε και έφυγε για τη δουλειά. Μάλλον για τελευταία φορά.

Δέκα και δέκα το βράδυ. Ο Αρίστος Χάρης ξεχωρίζει από τα βινύλια την Ενάτη και τη βάζει στο πικάπ.    

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Ο ΜΟΣΧΟΒΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΟΥΡΙΑ


Μπούκαρα ρε παιδί μου. Ορμητικά. Σε κείνο το παλιομάγαζο στα Παναθήναια. Ο γέρος με είδε αλλά δεν έπαθε πλάκα. Βούδας. Η καμπούρα του είχε μεγαλώσει,  μαζί και η αταραξία του. Καθάριζε με το παλιόπανο τον πάγκο. Όπως έκανε η γριά πριν από άπειρα χρόνια. Déjà vu.

-Φώναξέ μου το Μοσχόβη. Του είπα.

-Ο Μοσχόβης ταξίδεψε.

-Άσε τις μαλακίες. Φώναξέ τον.

-Τον αδερφό του Μοσχόβη.

-Όχι τον αδερφό. Το Μοσχόβη. Σας πήρα χαμπάρι.

-Θα πάρεις μπύρα;

-Καμιά μπύρα. Θα φωνάξεις το Μοσχόβη τώρα. Τον περιμένω.

Ο γέρος ξεγλίστρησε σα χέλι και πριν προλάβω να ανάψω τσιγάρο εμφανίστηκε με τον κοντό, σφαιροκέφαλο Μοσχόβη.

-Επιτέλους τέλος, είπα. Τέρμα τα κοροϊδιλίκια. Εσύ είσαι ο Μοσχόβης.

-Ο αδερφός.

-Ποιος αδερφός; Εσύ είσαι ο αρχιδιδάσκαλος. Ο άλλος ήταν ηθοποιός.

-Ηθοποιός ήσουν εσύ. Έπαιζες στη μεξικάνικη σαπουνόπερα. Έκανες τον πρωταγωνιστή και το δίδυμο αδερφό του.

Προσπάθησα να αποφύγω την παρανοϊκή κουβέντα.

-Παλιές ιστορίες. Για άλλο ήρθα. Για τα γούρια.

-Τι γυρεύει ένας λήσταρχος με τα γούρια;

-Λήσταρχο με είπε ο ηθοποιός.

-Το επίθετό σου τα λέει όλα. Eskiya στα τούρκικα είναι ο αντάρτης, ο ληστής.

-Αντάρτης ναι, ληστής όχι.

-Κουφαλίτσα είσαι. Τι τρέχει με τα γούρια;

-Από παιδί τα έκανα. Αν έφτανα τρεις συνεχόμενες φορές το ταβάνι θα έγραφα καλά. Και ήταν ψηλό το ταβάνι. Όλη μέρα πήδαγα σαν κατσίκι και άφηνα δαχτυλιές στο ταβάνι.

-Και η μάνα;

-Με κυνήγαγε. Αλλά δε μαρτύραγα τα γούρια.

-Και λοιπόν;

-Λοιπόν δεν ήξερα αν έχουν αξία τα γούρια αλλά συνέχιζα να τα κάνω. Ψυχαναγκασμός;

-Η ιστορία σου δεν τελειώνει εδώ. Συνέχισε.

-Όσο μεγαλώνω βλέπω ότι τα γούρια βγαίνουν. Δηλαδή αν δεν βγαίνουν την έχω πατήσει και αν βγαίνουν όλα καλά. Σε μεγάλο βαθμό.

-Τι θέλεις να σου πω;

-Βγάζει νόημα αυτό;

-Πάντα υπήρχαν άνθρωποι να προβλέπουν το μέλλον. Σαμάνοι, μάγοι, μάντεις και προφήτες προλέγουν. Επίσης οι θρησκείες. Διαφορετικά δόγματα, άλλες τελετουργίες αλλά οι προφητείες, προφητείες. Και καμία λογοκρατική προσέγγιση δεν τα έχει καταργήσει αυτά παρά τις εργώδεις προσπάθειες που έγιναν και γίνονται.

-Δηλαδή; Οι θρησκείες τι είναι;

-Κώδικες είναι. Κώδικες επικοινωνίας με το θείο, με το σύμπαν, πέστο όπως θες.

-Δηλαδή δεν έχω ψυχαναγκαστικό ιδεασμό;

-Γιατί να καθησυχάσω ένα λήσταρχο;

-Γέρο φέρε δυο μπύρες. 

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΦΟΝΟ


-Πώς ονομάζεστε;

-Λατρίχιος Σαλταπήδας.

-Γνωστό μου φαίνεται το όνομα. Τι επαγγέλλεστε;

-Συνταξιούχος στιλβωτής.

- Τι στιλβώνατε;

-Έπιπλα. Τραπέζια, κομοδίνα, τέτοια. Και φέρετρα. Κυρίως φέρετρα.

- Διεύθυνση κατοικίας;

-Μάζντα 121 ΖΥΗ 7333.

-Παρακαλώ;

-Μένω στο αμάξι μου.

-Αυτοκινούμενο;

-Πέστε το κι έτσι.

-Ασφαλώς μένετε μόνος.

-Όχι κύριε. Μένω με τον σκύλο μου. Φίλος και φύλακας. Ημίαιμος.

-Δηλαδή κόπρος;

-Πέστε το κι έτσι.

-Έχει τουαλέτα το αυτοκινούμενο;

-Όχι κύριε. Έχει το καφέ που πίνω το πρωινό μου ρόφημα.

-Φαίνεστε περιποιημένος. Χρησιμοποιείτε τα δημόσια λουτρά;

-Όχι κύριε. Πηγαίνω σε ξενοδοχεία με μίσθωση μικρής διάρκειας.

-Γαμιστρώνες;

-Πέστε το κι έτσι.

-Τα ρούχα σας;

-Τα αγοράζω.

-Πού τα πλένετε;

-Στο καθαριστήριο. Δικαιούμαι κι εγώ μια ερώτηση;

-Παρακαλώ.

-Τι είστε ακριβώς;

-Αστυνομικός επιθεωρητής Ιαβέρης. Παράληψή μου. Συγνώμη.

-Παρακαλώ. Γνωστό μου φαίνεται το όνομα.

-Ευχαριστώ. Και πού τρώτε παρακαλώ;

-Κυρίως σε ταχυφαγεία. Ενίοτε σε μαγειρεία. Και σε ταβέρνες.

-Έχετε καλή σύνταξη βλέπω κύριε Σαλταπήδα.

-Ικανοποιητική. Μαζεύω και χρήματα.

-Μάλιστα. Έχετε κάποιο σχέδιο;

-Φιλοδοξώ να γίνω Εθνικός Ευεργέτης.

-Σαν το Μπενάκη;

-Πέστε το κι έτσι.

-Θα κάνετε Μουσείο.

-Μέσα είστε. Διατηρώ συλλογή αναλώσιμων και αντικειμένων μίας χρήσης.

-Δηλαδή;

-Χαρτομάντιλα, μελάνια, προφυλακτικά…

-Καταλαβαίνω. Χρησιμοποιημένα;

-Όχι κύριε. Στη συσκευασία τους. Σε αρίστη κατάσταση. Δικαιούμαι άλλη μία ερώτηση;

-Παρακαλώ.

-Γιατί με καλέσατε;

-Σας κάλεσα για τον γιο σας. Τον κύριο Γεώργιο Παπαδόπουλο. Φέρει άλλο επίθετο. Γιατί;

-Δεν του άρεσε το Σαλταπήδας. Αυτό είναι το θέμα;

-Ποσώς. Σας επισκέφτηκε μήπως κάποια από τις προηγούμενες μέρες;

-Μάλιστα.

-Τι ακριβώς ήθελε;

-Ήθελε να με ενημερώσει για ένα άρθρο που θα έστελνε σε μια εφημερίδα.

-Σε ποια εφημερίδα;

-Στη Χιονάτη.

-Μάλιστα. Σε αυτή που είναι διευθυντής ο κύριος Λουμπάγκο.

-Ο κύριος Λουμπάγκο απεβίωσε. Μάλιστα του είχα στιλβώσει το φέρετρο. Εξαιρετική δουλειά. Διευθυντής είναι τώρα ο κύριος Αλτσχάιμερ.

-Γνωστό όνομα. Και τι έλεγε το άρθρο; Σας είπε;

-Κάτι για οχτώ νεκρές κοπέλες που θάφτηκαν στον Εθνικό Κήπο.

-Τι ήταν αυτές οι κοπέλες;

-Εκπαιδευόμενες του Οργανισμού Απασχόλησης.

-Εκπαιδευόμενες σε τι;

-Δεν γνωρίζω. Πιθανόν μοδίσται.

-Πώς;

-Μοδίστρες.

-Και πώς πέθαναν;

-Δολοφονήθηκαν.

-Πώς το έμαθε ο γιος σας;

-Από ιδιωτικό ερευνητή.

-Γνωρίζετε το όνομα του ερευνητή;

-Νομίζω Ερνέστο. Ερνέστο Γκεβάρα.

-Γνωστό όνομα. Γνωρίζετε ότι ο κύριος Γκεβάρα είναι πλέον καταζητούμενος ύποπτος ως φονεύς των ατυχών μοδιστρών;

-Δεν το γνωρίζω.

-Γνωρίζετε ότι ο κύριος Γεώργιος Παπαδόπουλος έχει συλληφθεί ως ύποπτος συνέργειας με τον κύριο Γκεβάρα;

-Δεν το γνωρίζω.

-Γνωρίζετε πού ακριβώς ετάφησαν τα πτώματα;

-Δεν το γνωρίζω. Δεν ευρέθησαν πτώματα;

-Όχι κύριε. Ο γιος σας θα χρειαστεί  δικηγόρο.

-Εγώ θα τον υπερασπιστώ.

-Δεν είστε στιλβωτής;

-Πριν γίνω στιλβωτής ήμουν ποινικολόγος.

-Ο μεγαλοδικηγόρος Λατρίχιος Σαλταπήδας; Αυτός που τους είχε σαλταπηδήξει όλους;

-Ακριβώς.

-Ε τότε κύριε πάρτε αυτά τα χαρτιά και καταχωρείστε τα παρακαλώ στη συλλογή σας των αντικειμένων μίας χρήσης. Ο κύριος Γεώργιος Παπαδόπουλος είναι από αυτή τη στιγμή ακριβώς ελεύθερος.

  

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

ΣΚΑΛΑ ΠΟΥ ΓΛΙΣΤΡΟΥΣΕ


Ήταν μια σκάλα που γλιστρούσε. Μαρμάρινη. Εσωτερική σκάλα στο σπίτι του Λαυρέντη. Από το ισόγειο στον πρώτο. Τσακίστηκαν πολλοί σ’ αυτή τη σκάλα. Σκοτώθηκαν. Ο Λαυρέντης ήταν νέος όταν γκρεμοτσακίστηκε. Από τότε απόφευγε να ανεβοκατεβαίνει. Την έβγαζε κυρίως στον πρώτο όροφο.

Παντρεύτηκε πέντε φορές. Οι τέσσερις γυναίκες του έφαγαν κάμποσες τούμπες. Στο τέλος σκοτώθηκαν. Στην πρώτη είχε κάνει ασφάλεια ζωής ο Λαυρέντης και τσίμπησε καλά λεφτουδάκια. Μετά δεν τις ασφάλιζε καμιά ασφάλεια. Δεν είχε ανάγκη ο Λαυρέντης. Είχε ακίνητα και έπαιρνε νοίκια.

Η πέμπτη γυναίκα δεν ήθελε πάρε-δώσε με τη σκάλα. Κατέβαινε και ανέβαινε με σκοινί από το παράθυρο. Μέχρι που έσπασε το σκοινί και συχωρέθηκε κι αυτή.

Άλλη γυναίκα δεν εύρισκε ο Λαυρέντης. Έτσι παντρεύτηκε μια γάτα. Τα ψώνια και τα νοίκια του τα βάζανε σε καλάθι που το τραβούσε με σκοινί από το παράθυρο. Το βράδυ κοιμόταν με τη γάτα.

Μια μέρα η γάτα του έφερε ένα ποντίκι. Ο Λαυρέντης τσατίστηκε και την πέταξε από το παράθυρο. Η γάτα προσγειώθηκε όμορφα, όπως ξέρουν οι γάτες. Τη άλλη μέρα του έφερε δύο ποντίκια.

Ο Λαυρέντης έγινε έξαλλος και άρχισε να την κυνηγάει σε όλον τον όροφο. Η γάτα του έκανε τσαλιμάκια και τον παράσυρε πονηρά στη σκάλα. Αυτός παραπάτησε και γλίστρησε.

Ο μαρμάρινος τάφος του Λαυρέντη έμεινε αφρόντιστος. Ούτε λουλούδια στην ανθοστήλη, ούτε λαδάκι στο καντήλι. Μόνο πέρναγε κάθε μέρα από κει ο φύλακας, έπιανε με τα βρωμογάντια του ένα σκοτωμένο ποντίκι αφημένο πάνω στην πλάκα και το πέταγε στα σκουπίδια.    

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

ΚΛΩΤΣΟΣΚΟΥΦΙ

 


Αχ βρε Αννούλα! Με έχεις πρήξει με τη σύνταξη. Μα τι να κάνεις κι εσύ; Μια συνταξούλα αναπηρική της πλάκας είχες και έγινε καπνός. Πήγες στη πρωτοβάθμια επιτροπή ΚΕΠΑ στα κεντρικά. Βέβαια. Λες, άλλη μια ταλαιπωρία, τι να κάνουμε, για τη συνταξούλα μας είναι. Σου κάνουν κάποιες ερωτήσεις, τυπικές νομίζεις, σου λένε ότι θα τα πάρεις και αναδρομικά και σε παραπέμπουν για να πάρεις το  χαρτί της απόφασης στο ΚΕΠΑ Αμαρουσίου. Από κει σου λένε να πας το χαρτί στον ΕΦΚΑ Χαλανδρίου. Πολύ ωραία, κοντεύουμε. Εντωμεταξύ ρίχνεις μια ματιά στο χαρτί για τυπικούς λόγους. Βλέπεις ότι το 67% ποσοστό αναπηρίας έχει γίνει 50%. Σε ζώνουν τα φίδια και ρωτάς γνωστούς σου σχετικούς με το αντικείμενο. Σου λένε απόψεις χωρίς καμιά βεβαιότητα διότι οι νόμοι και οι κανονισμοί αλλάζουν συνέχεια και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

Λες, δεν πειράζει θα μου πούνε στον ΕΦΚΑ Χαλανδρίου. Έλα που εκεί σου λένε, δεν ξέρουμε, μάλλον σας την κόβουν την σύνταξη. Μα ρε παιδιά! Πώς είναι δυνατόν; Κάντε ένσταση. Μπορώ να προσθέσω νέα στοιχεία; Έχω και άλλα σοβαρά προβλήματα, κόντεψα να πεθάνω. Εμείς δεν ξέρουμε ρωτήστε αλλού. Γι αυτό ήρθα σε σας κύριε Γιώργο μου, μήπως βγάλετε άκρη.

Τι να κάνω, τη λυπάμαι την Αννούλα. Παίρνω τηλέφωνο την Γενική Διεύθυνση Παροχών και Υγείας, 28ης Οκτωβρίου 54. Βγαίνει μια κυρία μου λέει ότι ένσταση μπορούμε να υποβάλουμε στον έκτο όροφο 28ης Οκτωβρίου 54 και μου δίνει πεντέξη άλλα τηλέφωνα να επικοινωνήσω.. Παίρνω ένα απ’ αυτά και μου δίνουν δύο άλλα. Παίρνω και κει. Βγαίνει μια κυρία, ζητάει το ΑΜΚΑ και μου λέει μάλιστα. Λέω, τι μάλιστα; Παίρνει σύνταξη η Αννούλα; Δεν παίρνει. Να κάνουμε ένσταση. Στον έκτο όροφο; Ποιον έκτο όροφο κύριε! Στο ΚΕΠΑ Αμαρουσίου.

Εντωμεταξύ με παίρνουν τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο που είχαν βγάλει την αναπηρική σύνταξη της Αννούλας. Από κει μου λένε ότι η ένσταση γίνεται ηλεκτρονικά. Μα πώς τους λέω, αφού από την αρμόδια υπηρεσία μου είπαν να πάω επιτόπου να την υποβάλω; Πού επιτόπου; Στο Μαρούσι, στην 28ης Οκτωβρίου, στην Καταστροφή του Δράμαλη, βρε δε με παρατάτε;

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

DNA


Είκοσι χρόνια μετά. Έτσι μού ‘ρθε ξαφνικά. Έσυρα τα βήματά μου μέχρι την παλιά γειτονιά. Τα Παναθήναια. Μπήκα στο καφέ-μπαρ της συμφοράς. Ερείπιο. Κατάπια τη θλίψη. Είδα ένα γεροντάκι. Πιο μεγάλο κι από μένα.

Είσαι ο ιδιοκτήτης; Τον ρώτησα. Ναι. Μου λέει ξερά. Δεν ήταν εδώ δυο αδέρφια; Ρωτάω. Ήταν. Τώρα είναι ένα. Ο άλλος; Ταξίδεψε. Κοντά-κοντά με τη γριά. Εσύ τώρα τι θέλεις;

Άναψα τσιγάρο. Απαγορεύεται. Μου λέει. Πλάκα μου κάνεις. Μόνοι μας είμαστε. Νόμος. Μου λέει. Σβήνω το τσιγάρο. Μήπως περνάει από δω ο Μοσχόβης; Ταξίδεψε μου λέει. Να φωνάξω τον αδερφό του. Αλλά θα πιεις κάτι.

Μια μπύρα Άμστελ. Αλλά τον αδερφό, δεν τον λένε Μοσχόβη; Μοσχόβη τον λένε. Τότε πώς ξέρεις ποιο Μοσχόβη θέλω;

Το γεροντάκι άνοιξε τη μπύρα. Θέλεις τον Αρχιδιδάσκαλο. Αυτόν θέλω. Ταξίδεψε. Θα φωνάξω τον αδερφό του.

Τράβηξα μια γουλιά. Κυρίως αφρό. Σκούπισα τα χείλη μου. Τι να τον κάνω τον αδερφό; Ρητή εντολή του Αρχιδιδάσκαλου. Διαθήκη. Φώναξέ τον τότε.

Σε πέντε λεπτά μπαίνουν το γεροντάκι κι ένας κοντός, στρογγυλοπρόσωπος, φαλακρός. Μηδενική ομοιότης με τον Αρχιδιδάσκαλο. Παρακαλώ. Μου λέει.

Βασικά, του λέω, ήθελα τον αδερφό σου. Ταξίδεψε. Λυπάμαι. Ήθελα να τον ρωτήσω. Πώς σταμάτησε τον χρόνο;

Απλό. Μου λέει. Ο χρόνος σταματάει μόνος του. Στα ψηφιακά ρολόγια. Κβαντική φυσική. Μα εμείς κοιτάξαμε την ώρα δυο φορές. Απλό, μου λέει. Ψευδαίσθηση. Θα σου πω όμως κάτι άλλο. Ο Αρχιδιδάσκαλος ήξερε ότι θα ξαναπεράσεις. Όταν περάσει ο λήσταρχος να του δώσεις οδηγίες, μου παράγγειλε.

Τι οδηγίες; Όταν ταξιδέψεις να ταφείς κανονικά. Ξέχνα την καύση. Γιατί;

Το λοιπόν. Στη Δεύτερη Παρουσία του Κυρίου σηκώνονται οι νεκροί από τους τάφους. Από τους τάφους λέει. Ανασταίνονται. Πώς τους ανασταίνει ο Κύριος; Από το DNA τους βέβαια. Αν τους κάψεις, καπνός το DNA. Πάπαλα.

Δηλαδή η αθάνατη ψυχή είναι το DNA; Α γεια σου.

Δηλαδή ο Αρχιδιδάσκαλος θάφτηκε; Όι δα! Κάηκε; Ασφαλώς. Μα γιατί; Γιατί δεν είναι κορόιδο να αναστηθεί. Ταλαιπωρία στην αιωνιότητα! Και για μένα γιατί είπε; Γιατί είσαι λήσταρχος κι έτσι σου πρέπει. 

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΞΩΤΙΚΟ


Η Αντούσια πήρε θέση δίπλα στον έτοιμο για νανούρισμα παππού, καθισμένη στο καρεκλάκι της.

-Λοιπόν παππού, θα μου δώσεις εκείνο το βραβείο που μου έλεγες;

-Σου έχω τάξει βραβείο;

Η Αντούσια αγανάχτησε:

-Παππού, τόσο γρήγορα ξεχνάς τι τάζεις; Εσύ δε μου έλεγες μη τάξεις σε άγιο κερί…

-Και σε παιδί κουλούρι.

-Δε θέλω κουλούρι παππού. Κουλούρι τρώω έτσι κι αλλιώς.

Ο παππούς, πάντα ξαπλωμένος και με κλειστά τα μάτια έσκασε ένα χαμόγελο:

-Δε ξέχασα την υπόσχεση. Θα πάρεις το βραβείο της καλύτερης νανουρίστριας.

-Ναι αλλά τις ιστορίες τις λες εσύ παππού. Έτσι νανουρίζεσαι.

-Σωστά. Μόνο που αν δεν ήσουν εσύ σε ποιον θα έλεγα τις ιστορίες μου;

-Πες την ιστορία λοιπόν και τα λέμε μετά για το βραβείο. Αλλά μη μου την πεις πολύ κοιμισμένα. Βάλε λίγο…

-Χρώμα στη φωνή μου. Ξέρω. Στο τέλος όμως θα κάνω fade out.

-Τι είναι πάλι αυτό; Όλο αστεία μου κάνεις παππού και δε μ’ αρέσει.

-Τέλος πάντων. Θα προσπαθήσω. Χρώμα θέλεις, χρώμα θά ‘χεις. Όταν ήμουνα λοιπόν νέος, πέρασα μια φάση μυστική στη ζωή μου. Έψαχνα την επαφή με το Θεό.

-Με το Θεό; Εσύ δεν ήσουνα κομμουνιστής παππού;

-Με το Θεό, με το Σύμπαν, ήθελα μια επικοινωνία πάνω από την ανθρώπινη. Έχουν και οι κομμουνιστές αυτές τις στιγμές, της ανασφάλειας και της αδυναμίας.

-Περίεργο. Νόμιζα πως ήσουνα ήρωας παππού.

-Κι εγώ αυτό νόμιζα. Δεν ήμουνα όμως. Η ψυχή μου ήταν ανήσυχη. Έπαιρνα σβάρνα λοιπόν τα μοναστήρια, έκανα τάματα και περπατούσα χιλιόμετρα για να τα εκπληρώσω.

-Πρέπει να κάνω κι εγώ χιλιόμετρα; Μα είμαι μικρή.

-Εσύ θα κάνεις αυτό που ζητάει η ψυχούλα σου. Είμαι σίγουρος για σένα γιατί…

-Είμαι το καλύτερο παιδί του κόσμου. Αυτό είναι ψέμα παππού και δεν πρέπει να λέμε ψέματα. Η μαμά λέει ότι κάνω αταξίες και είμαι γκρινιάρα.

-Και λοιπόν; Τι παιδάκι θα ήσουνα χωρίς αταξίες και γκρίνια; Όπως και νά ‘χει, τότε αυτά έκανα. Μια μέρα λοιπόν, ήταν Κυριακή πρωί και όπως κάθε Κυριακή εκείνο τον καιρό ανηφόριζα για το μοναστήρι της Πεντέλης. Εκεί που ήταν η ναυτική βάση και τώρα είναι το ωραίο παρκάκι που πηγαίνουμε βόλτες…

-Και που μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερο παππού. Έτσι δε μου λες;

-Έτσι. Τέλος πάντων, δεν αφήνεις τίποτα να πέσει χάμω. Στο σημείο αυτό λοιπόν βλέπω δίπλα μου μια μικρόσωμη σκυλίτσα που πρέπει να ήταν και έγκυος. Η σκυλίτσα ήταν απίστευτα άσχημη, αλλόκοτη, σαν ξωτικό.

-Τρόμαξες που την είδες παππού;

-Καθόλου. Ήταν πολύ συμπαθητική. Τα αυτιά της ήταν όρθια και μυτερά, δυσανάλογα μεγάλα για το μικρό της σώμα, το τρίχωμά της ήταν λίγο και φαγωμένο, το χρώμα της ήταν θαμπό άσπρο με κάτι μαύρες βούλες σαν της ύαινας και το σουλούπι της ήταν σαν κογιότ.

-Τι είναι το κογιότ;

-Τα κογιότ είναι σαν τα τσακάλια. Ας πούμε μικροί λύκοι. Ζουν στην Αμερική. Όταν πεινάσουν μπαίνουν και στις πόλεις και τρώνε μικρά ζώα. Οι άνθρωποι τα κυνηγούν.

-Είναι τόσο κακά τα κογιότ παππού;

-Τι να σου πω; Πεινασμένα είναι. Κι εμείς δεν τρώμε κρέας;

-Ναι. Τα κογιότ είναι πιο κακά από τους ανθρώπους;

-Αχ βρε Αντούσια. Ένας γερο-παππούς είμαι, όχι κανένας σοφός. Δε ξέρω να σου απαντήσω.

-Τότε συνέχισε την ιστορία.

-Η μικρή σκυλίτσα που λες, το ξωτικό, μου έκανε παρέα σε όλη τη διαδρομή. Όταν φτάναμε σε σταυροδρόμι, έλεγχε τη διάβαση και περνούσε με ασφάλεια. Μέχρι να φτάσουμε πάνω, την είχα αγαπήσει. Δεν είχα ξαναδεί τόσο λογικό και συναισθηματικό ζώο.

-Και μετά; Τι έγινε με το ξωτικό παππού; Το πήρες στο σπίτι σου;

-Θα το έπαιρνα σίγουρα. Όμως, λίγο πριν φτάσουμε στο μοναστήρι, ακούστηκαν πολλά γαυγίσματα από σκυλιά. Πρέπει να ήταν κοπάδι.

-Και τι έγινε;

-Πριν να το καταλάβω το ξωτικό εξαφανίστηκε. Ίσως έφυγε για να γλιτώσει από την αγέλη. Ίσως ήταν φίλοι της και πήγε να τους συναντήσει.

-Λυπήθηκες παππού;

-Λυπήθηκα αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι μία τόσο έξυπνη σκυλίτσα έκανε αυτό που ήταν σωστό για κείνη και για τα σκυλάκια που θα γεννούσε.

-Αυτή ήταν η ιστορία; Πολύ λυπητερή παππού.

-Καθόλου. Το ξωτικό μου έδειξε ότι στη ζωή πρέπει να αποφασίζουμε και να κάνουμε αμέσως αυτό που θεωρούμε σωστό.

-Εγώ παππού θεωρώ πως είναι σωστό να μου πεις επιτέλους ποιο είναι το βραβείο μου.

-Χμ. Θα έλεγα ότι το καλύτερο βραβείο θα ήταν ένα σκυλάκι. Ένα όμορφο μικρό σκυλάκι.

-Τέλειο βραβείο παππού. Όμως δε θέλω ένα όμορφο σκυλάκι. Θέλω ένα σκυλάκι καλό και σοφό σαν το ξωτικό. 

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ, Η ΑΝΤΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Αφιερωμένο στον εκλεκτό φίλο Μάρκο

Κάθε βράδυ η μικρή Αντούσια νανουρίζει τον παππού της. Ο παππούς ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κλείνει τα μάτια. Η Αντούσια κάθεται δίπλα του στο μικρό ξύλινο καρεκλάκι της. Ο παππούς ρωτάει την Αντούσια: Ποιο είναι το καλύτερο παιχνίδι; Το ύπνο- ύπνο παππού απαντάει ανόρεχτα η Αντούσια που δεν της αρέσει ο ύπνος. Ο παππούς χαμογελάει και αρχίζει την ιστορία του, έχοντας πάντα τα μάτια κλειστά.

Μετά από πολλά-πολλά χρόνια, ας πούμε το 2050 ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός. Ο παππούς μάλλον θα βρίσκεται ψηλά και θα σε προσέχει Εσύ όμως θα είσαι μια όμορφη νεαρή κυρία.

Και ποιος θα μου λέει ιστορίες; Ρωτάει στενοχωρημένη η Αντούσια.

Αυτά θα τα πούμε στη συνέχεια. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε πώς θα είναι ο κόσμος. Οι άνθρωποι λοιπόν, σ’ αυτόν τον διαφορετικό κόσμο, θα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Στους συνηθισμένους και στους εκλεκτούς.

Κι εγώ σε ποια κατηγορία θα είμαι παππού;

Περίμενε, δε φτάσαμε εκεί. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δε θα έχουν λεφτά.

Δεν θα έχουν λεφτά παππού; Ανοίγει το στόμα με έκπληξη η Αντούσια. Και πώς θα αγοράζουν παιχνίδια στα παιδιά τους;

Εδώ είναι το ζήτημα κουκλίτσα μου. Παιχνίδια θα υπάρχουν, λεφτά δε θα υπάρχουν. Τα παιχνίδια δε θα έχουν την ποικιλία που βλέπεις τώρα στα μαγαζιά. Θα υπάρχουν κούκλες, αυτοκινητάκια, μπάλες, επιτραπέζια και άλλα, χωρίς όμως να είναι τόσα πολλά και διαφορετικά είδη. Τα παιχνίδια αυτά θα τα φτιάχνουν ρομπότ.

Ρομπόοτ!;

Μάλιστα. Ρομπότ θα φτιάχνουν και τα φαγητά που θα είναι σαν τις κροκέτες που τρώνε τα γατάκια και τα σκυλάκια, όπως και τα ποτά που θα είναι βασικά δύο ειδών, άσπρα και κόκκινα, με τρεις γεύσεις το καθένα.

Η Αντούσια στραβομουτσούνιασε. Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτός ο κόσμος παππού. Δεν τον κάνεις λίγο διαφορετικό;

Δυστυχώς δεν περνάει από το χέρι μου. Πάντως θα υπάρχουν και αυτοκίνητα, σαν κουβαδάκια, για να πηγαίνουν οι άνθρωποι βόλτα, βιβλία γραμμένα από ρομπότ, ταινίες…

Με ρομπότ;

Από ρομπότ με ρομπότ. Και θα υπάρχουν δρόμοι που θα τσουλάνε σαν τους κυλιόμενους διαδρόμους στα αεροδρόμια. Έτσι τους περιγράφει ένας παλιός συγγραφέας, ο Ασίμοφ.

Αυτό μ’ αρέσει! Έσκασε λιγάκι το χειλάκι της Αντούσιας. Και οι συνηθισμένοι άνθρωποι θα δουλεύουν χωρίς λεφτά παππού;

Εδώ είναι το ζήτημα. Δεν θα δουλεύουν καθόλου. Αντίθετα οι εκλεκτοί θα δουλεύουν με λεφτά, όπως γίνεται και τώρα. Θα φτιάχνουν μεγάλη ποικιλία από πράγματα, φαγητά, παιχνίδια, βιβλία, πίνακες, φεράρι, πόρσε, μερσεντές. Θα υπάρχουν σεφ, μετρ, μαέστροι, καλλιτέχνες και τεχνίτες κάθε είδους και θα είναι άνθρωποι. Εκλεκτοί φυσικά. Τα ρομπότ θα τα έχουν για βοήθεια. Για τις βαριές δουλειές.

Παππού αποφάσισα. Θα γίνω εκλεκτή.

Υπάρχει όμως ένα ζήτημα Αντούσια. Οι εκλεκτοί δεν μπορούν να έχουν σχέσεις και φιλίες με τους συνηθισμένους για να μη νοθεύονται τα συστήματα.

Δηλαδή παππού δε θα μπορώ να κάνω φίλους τα συνηθισμένα παιδάκια;

Δε θα είσαι παιδάκι τότε, θα είσαι μεγάλη.

Δε θα μπορώ να έχω φίλους τους συνηθισμένους μεγάλους; Κι εσύ παππού τι θα είσαι;

Εγώ… Μάλλον συνηθισμένος.

Αποκλείεται παππού. Εσύ λες ιστορίες. Και δεν είσαι ρομπότ. Αλλά αν είσαι συνηθισμένος εσύ και οι φίλοι μου τι θα γίνει;

Στον κόσμο αυτό θα υπάρχουν κανόνες. Αν παραβιάσεις τους κανόνες θα σε στείλουν εξορία στο φεγγάρι.

Εγώ λέω παππού να προετοιμαστούμε για το φεγγάρι. Όπως μου τα λες θα είναι σίγουρα καλύτερα εκεί.

Η Αντούσια περίμενε κάποια απάντηση αλλά δεν άκουσε παρά το ροχαλητό του παππού.

 

  

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΣΑΚΙ


Πώς έφτασα στα εβδομήντα ένα; Αδύνατο να το παραδεχτώ. Είμαι το παιδί που κλώτσαγε τη μπάλα στην αυλή του σχολείου και κουβαλάω ένα βαρύ σακί με πατάτες. Δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Το κουβαλάω και στον ύπνο μου. Με εμποδίζει να τρέξω. Δε μ’ αφήνει να κάνω κωλοτούμπες. Με λαχανιάζει. Πονάνε τα πόδια μου. Δε μου επιτρέπει να κοιτάξω στο καθρέφτη. Μου κατσικώθηκε όπως ο Γέρος της Θάλασσας στο φουκαρά το Σεβάχ το Θαλασσινό. Προσπαθώ να απαλλαγώ. Μάταια. Μερικές φορές λέω στον εαυτό μου ότι δεν κουβαλάω το κωλόσακο και νιώθω ελαφρύς. Τις περισσότερες φορές αυτό το κόλπο δε δουλεύει. Τότε λέω αμάν πια, να πέσω να τελειώσει το μαρτύριο. Να χαθώ εγώ, να χαθεί και το σακί. Φτάνει για μια τελευταία φορά να κλωτσήσω μια μπάλα όπως τότε. Δεκαπέντε χρονών, στην αυλή του σχολείου. 

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ


Ήταν 28 Αυγούστου 2023 στις οκτώ και μισή το βραδάκι όταν έφθασε στον Λεοπόλδο Μπλούμ SMS από τον Γιόζεφ Κ. που τον πληροφορούσε ότι ο Ρασκόλνικοφ το είχε σκάσει από το «Έγκλημα και Τιμωρία». Τον εξόρκιζε να μη μιλήσει σε κανένα για την ώρα. Το θέμα ήταν ιδιαίτερα σοβαρό. Πώς όμως ένας χαρακτήρας κλειστός και επιφυλακτικός σαν τον Γιόζεφ Κ. μπορούσε να εμπιστευτεί ένα μέθυσο σαν τον Λεοπόλδο που τριγύριζε ολημερίς σε μπαρ και πορνεία και συνομιλούσε με κάθε καρυδιάς καρύδι;

Αυτή ήταν η απορία της Σεχραζάτ που το έμαθε πρώτη. Λογικό, διότι ο Λεοπόλδος ήταν μάλλον λάτρης του ωραίου και του εξωτικού. Η Σεχραζάτ δεν ήθελε και πολύ να ξεσηκωθεί γιατί της ήταν αφόρητη η επανάληψη μιας διήγησης που διαρκούσε χίλιες και μία νύχτες και ας μην μπορεί να ταυτιστεί ο μυθικός χρόνος με τον χρόνο της αφήγησης που ισούται με το μέσο χρόνο ανάγνωσης του βιβλίου και μάλιστα κατά το μέρος που αφορά στον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Για τους χαρακτήρες θα ήταν ευχής έργον να ζούσαν στο μυθικό χρόνο μόνο. Καθόσον όμως τα διαχρονικά βιβλία διαβάζονται και θα διαβάζονται όσο υπάρχουν άνθρωποι, χωρίς να συνυπολογίσουμε κινηματογραφικές και θεατρικές διασκευές, ο χρόνος ζωής των χαρακτήρων τους είναι ανυπόφορα τεράστιος και η επαναληπτική διαδικασία θανατηφόρα ανιαρή.

Ο Γιόζεφ Κ. εμπιστεύτηκε θέλοντας και μη τον Λεοπόλδο γιατί είχε την πεποίθηση ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Ρασκόλνικοφ επειδή , όσο νάναι, ο Τζέιμς Τζόις του έχει δώσει κάποια ελευθερία να σουλατσάρει. Η κατάσταση του Ρασκόλνικοφ ήταν ιδιαίτερα επίφοβη, διότι είναι ένας χαρακτήρας που δύσκολα μπορεί να υπάρξει εκτός του πλαισίου που του επεφύλαξε ο Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και Τιμωρία». Άρα; Άρα το πιθανότερο ήταν να μην αντέξει ο χαρακτήρας πολύ εκτός πλαισίου και να γίνει καπνός. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δε συμβαίνει το ίδιο με όλους τους χαρακτήρες. Καρικατούρες σαν τον Πουαρό και το Μάρλοου που περιγράφονται πολύ σχηματικά θα μπορούσαν να χωρέσουν σε πολλές αφηγήσεις.

Μια και λέγαμε για τη Σεχραζάτ, αυτή ήρθε σε επαφή με τη Δεσποινίδα Μανιπένι για να ανταλλάξουν ρόλους ώστε να σπάσει η ανία της Μανιπένι και να ξεκουραστεί λίγο η Σεχραζάτ γλιτώνοντας και από την αγωνία της θανάτωσης.

Εντωμεταξύ ο Ρασκόλνικοφ επιχείρησε να εισέλθει στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς» όπου οι χαρακτήρες έχουν μια αλεγρία και μια ανεμελιά. Όπως καταλαβαίνετε τον έδιωξαν με τις κλωτσιές. Όσο για τον Λεοπόλδο, είχε άλλες δουλειές να κάνει, γύρναγε από δω κι από κει και ξεχάστηκε εντελώς.

Εντέλει ανέλαβε δράση η ΛΟΓ.Α., η Λογοτεχνική Αστυνομία η οποία συνέλαβε τον χαρακτήρα Ρασκόλνικοφ, τον επανέφερε στο «Έγκλημα και Τιμωρία» και τον προειδοποίησε ότι την επόμενη φορά θα τον στείλουν στα διηγήματα του Γ.Σκιάνη για να μη ξέρει από πού να φύγει.  


Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΥΡΙΟ


Με κάλεσαν στο αναθεματισμένο πάρτι. Αυτοί που με κάλεσαν το ξέρουν. Ότι δεν πάω σε πάρτι. Δηλαδή; Δηλαδή με κάλεσαν επί τούτου. Για να αρνηθώ. Μου έστησαν παγίδα.

Τους την έσκασα και πήγα. Με το κουστούμι που μού ‘μπαινε με το ζόρι και ξυπόλητος γιατί δεν έχω κατάλληλα υποδήματα.

Οι άτιμοι είχαν εναλλακτικό σχέδιο. Πώς; Μουσική. Θα μου πείτε υπάρχει πάρτι χωρίς μουσική; Με ενοχλεί η μουσική αλλά ήξερα ότι θα την υποστώ. Αυτοί όμως είχαν διαλέξει και τον ντι-τζέι. Το κωλόπαιδο που είχα πλακωθεί μαζί του πριν μερικά χρόνια σε ανάλογη περίσταση. Έβαζε μουσική μόνο για να με εκνευρίζει.

Με το που μπήκα μέσα τον είδα. Με κοίταξε ειρωνικά. Συγκρατήθηκα. Του απάντησα με το πιο βλοσυρό μου βλέμμα. Μπορεί και να τον τρόμαξα. Όσο νά ‘ναι , θά ‘παιξε ρόλο και η ξυπολησιά μου. Ήρθε ο σερβιτόρος με τα ποτήρια της σαμπάνιας. Έκανα πως δεν τον είδα. Μετά με πλεύρισε ο παραγωγός. Αύριο γυρίζουμε, μου είπε.

Ψύχραιμα, σχεδόν αδιάφορα, του είπα ότι δε μου έχουν δώσει να διαβάσω το σενάριο. Δεν έχω ιδέα τι σκηνή θα γυριστεί. Ακριβώς, μου είπε. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα. Εντολή του σκηνοθέτη. Καλά έκανες και ήρθες ξυπόλυτος, πρόσθεσε. Έτσι θα χορέψεις πιο άνετα. Ξέρεις ότι δε χορεύω, του είπα. Αλλά ποιος είναι ο σκηνοθέτης; Κι αυτό είναι μυστικό, μου είπε.

Άκρη δεν έβγαινε. Άρχισε να μου τσαμπουνάει κάτι για Ταρκόφσκι και τον Καθρέφτη που η πρωταγωνίστρια δεν ήξερε αν θά ‘ρθει και ποιος θα ‘ρθει. Μου χτύπησε ο ελεεινός φιλικά την πλάτη. Πήρες την προκαταβολή; Κάτι πήρα, του είπα κοφτά. Εντάξει τότε.

Ήθελα να φύγω. Χρησιμοποίησα το συνηθισμένο κόλπο μου που το ήξεραν όλοι. Πήγα στο μπαρ και ζήτησα το μοναδικό ποτό που «πίνω». Μαύρο ρούμι Καραϊβικής, μάρκα που έχουν χαθεί τα ίχνη της εδώ και περίπου εκατόν πενήντα χρόνια. Γνωστό ότι τέτοιο ρούμι πίνανε κι οι πειρατές. Μπορεί λοιπόν να σαπίζουν μερικά βαρέλια στον πάτο της θάλασσας. Εγώ πάντως το ζητούσα κι όταν μου έλεγαν ότι δυστυχώς δεν τους βρίσκεται απ’ αυτό σηκωνόμουνα καί ‘φευγα.

Τώρα ήταν αλλιώς. Όλα στημένα σου λέω. Στο μπαρ μου λένε, δε μας βρίσκεται κύριε αλλά περιμένετε να το φέρουμε. Πλάκα μου κάνετε; Πού θα το βρείτε; Εκεί που το βρίσκετε κι εσείς. Τόμπολα.

Πάω στον παραγωγό και τον τραβάω απ’ το μανίκι. Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις τον προσωρινό τίτλο; Ιστορία χωρίς αύριο, μου λέει. Τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες; Του λέω. Δηλαδή αύριο θα είναι ιστορία χωρίς σήμερα; Άρα δεν υπάρχει καθόλου ιστορία; Με δουλεύετε;

Τράβηξα από τη μέση ένα πιστόλι, από εκείνα τα ψεύτικα της παραγωγής που όσο νά ‘ναι τη ζημιά την κάνουν. Πυροβόλησα φωτιστικά, μπουκάλια, ποτήρια, ήμουνα καλός σε αυτό. Ξαναπέρασα το πιστόλι στη μέση και έφυγα από το γαμωπάρτι.

Βγαίνοντας στο δρόμο βλέπω ένα σερβιτόρο να έρχεται τρέχοντας ανεμίζοντας ένα μπουκάλι. Το έφερα, μου λέει λαχανιασμένος. Αποκλείεται, του λέω. Γιατί αποκλείεται; Δοκιμάστε το. Τότε δεν κρατήθηκα. Τον χαστούκισα.

Έβγαλε ένα πιστόλι και μου έριξε. Απ’ όσο κατάλαβα, αυτό το πιστόλι ήταν αληθινό.

Στο νοσοκομείο μου είπαν πώς τη γλίτωσα ακριβώς παρά τρίχα. Έτσι ακριβώς.

Ώστε ιστορία χωρίς αύριο. Λαμόγια!   

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Κάποιος κάπου κάποτε ξεκίνησε την ιστορία του έτσι: Κάποιος κάπου κάποτε ξεκίνησε την ιστορία του έτσι: Κάποιος κάπου κάποτε ξεκίνησε την ιστορία του έτσι: Κάποιος κάπου κάποτε ξεκίνησε την ιστορία του έτσι: Κάποιος κάπου κάποτε … 

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ


 Ωδή στο Λουδοβίκο Μπουνιουέλ

Με σκότωσε στον ύπνο. Μετά μου έδωσε μια συμβουλή. Σταμάτα να ροχαλίζεις, μου είπε. Έχω συσκευή αλλά δεν τη βάζω, του είπα. Γιατί; Διότι η γάτα παίζει με το σωληνάκι του αέρα. Δίνεις στη γάτα δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω σου; Μου είπε. Ζήτημα τρυφερότητας, του είπα. Δίνεις προβάδισμα στο ζώο σε σχέση με τον άνθρωπο; Μου είπε.

Έχω βαρεθεί τον άνθρωπο. Εξαιρετικά πολύπλοκος. Η γάτα απλά παίζει. Του είπα. Θα σου δώσω τελευταία συμβουλή, μου είπε. Εκεί που θα πας να πεις χαιρετίσματα. Από ποιον; Είπα. Ξέρουν αυτοί. Είπε. Ποιοι; Οι ψυχές που θα σε συναντήσουν. Θυμάσαι την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη; Είπε. Κάτι θυμάμαι. Ο Οδυσσέας όμως ήταν δασκαλεμένος  Έκανε κάποιο τρικ. Είπα. Ο Οδυσσέας ήταν ζωντανός. Εσύ είσαι νεκρός. Δε χρειάζεσαι τρικ. Είπε. Απλά θα περιμένεις. Θα έρθουν ψυχές να σε βρουν.

Κι αν δεν έρθει κανένας; Είπα. Τότε θα πεθάνεις οριστικά. Είπε.  

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

ΤΟ ΖΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΕΤΣΕΤΑ

 

Δεν ήξερα πώς να το πω στο Νικηφόρο. Φιλαράκια από μικροί ήμασταν. Κολλητοί. Γίναμε και κουμπάροι. Τους πάντρεψα με τη Γιωργία. Μετά μαζί στην εταιρεία. Χρόνους εικοσιπέντε. Εγώ το αφεντικό, αυτός ο άμεσος συνεργάτης μου. Πηγαίναμε καλά. Μέχρι που ήρθε η κρίση. Τέρμα τα δημόσια έργα. Μας χρωστούσαν κι ένα κάρο λεφτά. Ούτε στην οικοδομή μπορούσαμε να στραφούμε. Πέθανε κι αυτή. Αλλά αν σε κάτι διαφέρουμε με το Νικηφόρο είναι ότι η αφεντιά μου μυρίζεται το χρήμα σα λαγωνικό. Πάω εκεί που πάει. Και λέω: Από πού περιμένουμε τώρα φράγκα; Οι έλληνες έχουν γίνει πιο σφιχτοί από στρείδια. Περιμένουμε από ξένους , βορειοευρωπαίους που φυσάνε τα ευρώ. Και τι θα πάρουν αυτοί από τους έλληνες; Φέτα; Να την βράσω! Σπίτια θα πάρουνε που θα πέσουν στη μισή τιμή.

Σκέφτηκα λοιπόν τη φάμπρικα του Real Estate.  Και επιπλέον ενοικιάσεις μέσω μιας ωραίας πλατφόρμας.

Στις πωλήσεις όμως δε χωράει ο Νικηφόρος. Δε κάνει για τέτοια. Πώς να του πω ότι πρέπει να ψάξει για δουλειά; Θα του το πω γιατί άλλο η δουλειά και άλλο η φιλία. Να βουλιάξουμε μαζί είναι τρέλα.

Όταν το άκουσε άσπρισε και στηρίχτηκε στο γραφείο μου για να μην πέσει. Του πρόσφερα νερό, ήπιε δυο γουλιές και πέταξε το ποτήρι που ευτυχώς ήταν πλαστικό. Γιατί μου το κάνεις αυτό; Είπε. Του εξήγησα. Μου είπε ότι έχασε τη δουλειά της και η Γιωργία. Ο Νίκος σπούδαζε στο εξωτερικό. Τι έπρεπε να κάνει; Αν ήταν αυτός στη θέση μου δε θα μου φερόταν έτσι. Το ξέρω. Αλλά γι αυτό ακριβώς είμαι τώρα σε πλεονεκτική θέση. Δεν είμαστε ίδιοι. Είπα και την εξυπνάδα μου. Η ζωή και τα ζόρια αρχίζουν από το ίδιο γράμμα. Μάλιστα.

Έτσι  έληξε μια ωραία φιλία γεμάτη ωραίες πλάκες, ποτά και χαρούμενα τσιλιμπουρδίσματα. Δε βαριέσαι.

Το Real Estate πήγε καλά. Και όταν πέρασε – τρόπος του λέγειν – η κρίση και ξεθάρρεψαν οι έλληνες, είπαμε να τα πάρουμε κι απ’ αυτούς. Και απλωθήκαμε στις παραλίες. Στην Αττική, στα νησιά και στα παράλια γενικώς. Το αγαπημένο μου ήταν ένα αιγαιοπελαγίτικο νησάκι μούρλια. Δε θα σας πω το όνομά του, θα το βρείτε στο βιβλίο της Αρετής Πάνου. Πιάσαμε μια μεγαλούτσικη παραλία, της αλλάξαμε τα φώτα. Διακόσιες ξαπλώστρες στήσαμε με ομπρέλες σε σχήμα φοίνικα, original China, πατέντες για δροσιά, σερβιτόρες ηλιοκαμένες με τα όλα τους, tattoo και piercing αβέρτα, σερβιτόροι τεκνά ντυμένοι στα λευκά και τιμή σαράντα και πέντε το τεμάχιον παρακαλώ, αφού έχουν και τα σκάνε, όσοι έχουν και τα σκάνε.

Εκεί λοιπόν μ’ αρέσει να την στήνω στα μετόπισθεν με ένα mojito που δεν παίζεται και να ελέγχω κάνοντας και ελεύθερο μάτι. Δύο σ’ ένα γιατί αυτό το ταλέντο τόχω. Και την παραλία την έχουμε φράξει με φράχτη αισθητικά συμβατό με το περιβάλλον. Διότι το περιβάλλον το σεβόμαστε σε αντίθεση με τους πετσέτες που γεμίζουν την παραλία σκουπίδια.

Μία λοιπόν τέτοια ωραία ημέρα, με την παραλία τίγκα στο κόσμο και τα ευρώ να πέφτουν με τη σέσουλα, σκάνε τρεις νοματαίοι, από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου. Εντάξει, αυτούς τους βάζω στη κωλότσεπη, σκέφτηκα. Όταν είδα μπροστά μου το Νικηφόρο. Λίγο πιο παχουλός, λίγο πιο γκρίζος αλλά ήταν αυτός.

Έκρυψα την κάποια ταραχή μου και πήγα γελαστός να τον υποδεχτώ, σαν τον παλιό καλό καιρό. Γεια σου ρε φίλε, χρόνια και ζαμάνια. Γεια σου Φώτη μου απάντησε σε φυσιολογικό τόνο. Ούτε ψυχρά ούτε θερμά. Τι γίνετε, τι κάνετε, η Γιωργία, ο Νίκος; Η Γιωργία πέθανε. Ο Νίκος δουλεύει στο εξωτερικό. Όχι ρε φίλε, λυπάμαι πολύ. Έλα κάτσε, τι θα σε κεράσουμε; Τίποτα ευχαριστώ. Για δουλειά ήρθα. Το ξέρεις Φώτη ότι είσαι παράνομα εδώ, έτσι δεν είναι; Γέλασα. Παράνομος; Όχι δα! Εντελώς. Εδώ δεν μπορεί να μπει ούτε μία ξαπλώστρα. Είναι αρχαιολογικός χώρος. Κι εσύ έκανες και περίφραξη. Το πρόστιμο είναι μεγάλο και το ξήλωμα άμεσο. Τι λες ρε φίλε; Πάμε πιο πέρα να τα πούμε μόνοι μας, με την ησυχία μας. Αυτά που ξέρεις ξέχνα τα. Είσαι παράνομος και τέρμα. Άφρισα. Τι λες ρε μπαγλαμά; Εγώ που σε έκανα άνθρωπο! Άντε να χαθείς άχρηστε πετσετάνθρωπε! Πώς θα δουλέψει ο τουρισμός ρε;  Με τις πετσέτες και τα ψυγειάκια που κουβαλάτε σαν τους γύφτους;

Μου γύρισε την πλάτη και παράλληλα εμφανίστηκαν  δύο μπάτσοι. Θα με πήγαιναν αυτόφωρο. Σκέφτηκα το ζήτα, τη ζωή και τα ζόρια.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

TO ONOMA

Σε λένε Ροβέρτο ή Ροβήρο; Αρχίδαμο με λένε. Έχεις ένα τσιγάρο; Δεν έχω. Αν μου δώσεις τσιγάρο θα με λένε όπως θες εσύ. Πάρε τσιγάρο Ροβέρτο. Αρχίδαμο με λένε. Μα αν μου δώσεις τσιγάρο θα με λένε... Όπως θέλω εγώ Αρχίδαμε. 

Μικρή παραλλαγή αυθεντικής στιχομυθίας στο Δρομοκαΐτειο. Άνθρωποι που δεν υποφέρουν το όνομά τους χωρίς προφανή λόγο. Άνθρωποι που δεν αντέχουν το είδωλό τους στον καθρέφτη χωρίς να υπάρχει κάποια πραγματική δυσμορφία. 

Η είσοδός μας στη ζωή συνοδεύεται από πόνο και τραυματισμό. Η αυτοσυνείδηση είναι ακόμα περισσότερο επώδυνη. Το πρόσωπο και το όνομα είναι φορτία δυσβάσταχτα. Κάποιοι δεν αντέχουν. Την είσοδο σε έναν κόσμο κανόνων και απαγορεύσεων την αποδίδει ο Lacan με τον όρο le nom du père, το όνομα του πατέρα. Θα φωνάξω τον πατέρα σου, λέει η μάνα. Να σε βάλει σε τάξη. 

Δε μας τρομοκρατεί μόνο το όνομα του πατέρα αλλά και το όνομα που μας δώσανε. Το Ροβέρτο το ακολουθεί μια εντολή. Το Αρχίδαμος είναι χλευασμός και άρνηση του ονόματος. Είναι άνοιγμα σε μια ανέφικτη ελευθερία.


Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΙΚΡΗ


Το βουνό απέναντι. Γεια σου Βασίλη Ντούρο. Συγκίνηση με διακατείχε όταν ήμουν μειράκιον. Η πατρίδα μου έλεγα. Ο ήλιος ανατέλλει πάνω από τα βουνά της. Χαζεύαμε αυτή την ανατολή από τη βάρκα. Άλλοτε με τον αδερφό μου. Άλλοτε μόνος μου. Τότε που πιάναμε τα μικρά ψάρια. Χάφτανε το δόλωμα με απίστευτη λαιμαργία. Το καταπίνανε. Βασανιζόντουσαν. Δε δίναμε σημασία. Πανηγυρίζαμε. Κι άλλη παντόφλα ! Φωνάζαμε όταν πιάναμε μεγαλούτσικη πέρκα.

Τα ψάρια που πιάσαμε και εκείνα που δεν πιάσαμε δεν υπάρχουν πια. Αυτή η μικρή θάλασσα έχει αλλάξει πολλούς πληθυσμούς από τότε. Εμείς; Πόσο αλλάξαμε; Θυμάμαι το Εγώ και το Αυτό μου πριν εξήντα χρόνια; Κάτι θυμάμαι. Τα όνειρα που έκανε ξύπνιο και τα όνειρα του ύπνου ενός παιδιού έντεκα χρονών. Πριν πενήντα χρόνια τα όνειρα ενός νεαρού επαναστάτη. Πριν σαράντα ενός προβληματισμένου νέου άνδρα με οικογένεια. Η αίσθηση ότι δεν άλλαζε τόσο πολύ το Εγώ όσο το Αυτό. Ο ύπνος όλο και πιο ταραγμένος, τα όνειρα όλο και πιο αδιέξοδα. Μα υπάρχουν άραγε μόνο το Εγώ και το Αυτό; Υπάρχουν τρόπος του λέγειν διότι πρόκειται για βολικές επινοήσεις της ψυχανάλυσης. Γιατί έχω την εντύπωση πώς υπάρχει και Εκείνο που κανείς δεν αγγίζει  και που αποτελεί την Αρχή της Τριάδας; Μήπως κρύβεται η Αλήθεια του Θεού στο Εκείνο; Και το Υπερεγώ είναι ένα εποικοδόμημα που πολλοί, πάρα πολλοί δεν μπορούν να αντέξουν.  Ένα σύνολο κανόνων και συμβάσεων να σφυρίζει μέσα στο μυαλό μας. Για να ζούμε σαν κοινωνία. Ζηλεύω τα κοσμικά σωματίδια. Θυμούνται αλλά δεν δεσμεύονται.

Επιστρέφω στη μικρή θάλασσα. Δεν ψαρεύω πια. Τα λυπάμαι τα ψάρια. Δεν λέω η πατρίδα μου για την Εύβοια. Ιδανικός ήταν ο πατέρας μου, όχι η πατρίδα του. Εκεί που υπήρχαν οι φλογεροί επαναστάτες, ζούσαν και αχρεία καθάρματα, προδότες και παλιάνθρωποι. Στην πατρίδα του Παπανικολάου του γιατρού του οποίου η ανακάλυψη σώζει εκατομμύρια γυναίκες σ’ ολόκληρο τον κόσμο έζησε και ο Πέτρος Μυλωνάς που κάρφωσε τον συμμαθητή του, τον θείο μου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί.

Μ’ αρέσει να βλέπω την ανατολή, όπου κι αν βρίσκομαι. Η μικρή θάλασσα κυριαρχεί στη μνήμη αλλά δε με δεσμεύει. Πατρίδα μας είναι Εκείνο. Η μικρούλα η ψυχή μας.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ΑΥΤΟΓΚΟΛ

Για να αποφύγω παρεξηγήσεις του τύπου αυτό είναι σόκιν ή υπαινικτικά σόκιν και να εξομαλύνω τις σχέσεις με φίλους που συστέλλονται μειώνοντας την εντροπία τους ενώ το σύμπαν διαστέλλεται αυξάνοντάς την και αφού διαπιστώσω ότι η εντροπή είναι αντιστρόφως ανάλογη της εντροπίας, μετά από όλα αυτά το τόσο σοβαρά και αστεία ταυτόχρονα, αποφασίζω και διατάσσω εαυτόν: επίστρεψε στα σεμνά και μη παρεξηγήσιμα, μην ακολουθείς τον Ροΐδη και τον Αριστοφάνη διότι θα στερηθείς και των ελαχίστων αναγνωστών σου.

Ξύπνησα λοιπόν στις έντεκα, όπως το συνηθίζω. Ούτε νερό δεν έριξα στα μούτρα μου και πήρα σκουντουφλώντας τα πόδια μου μέχρι την καφετέρια του Φώτη. Μού ‘φερε τον καφέ, άναψα ανυπόμονα το τσιγάρο, δυο ρουφηξιές και πάω στην τουαλέτα. Βλέπω τον γκολκίπερ του Α.Ο.Π. Του λέω, χάλια χτες, τι ήταν αυτό που πάθατε. Μου λέει, αφού δεν έχουμε ομάδα, τι περιμένεις. Του λέω, δεν έχετε ούτε τερματοφύλακα, τα τρώει όλα όρθιος.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Φώτης και γουρλώνει τα μάτια του. Τι έπαθες και μιλάς στο καθρέφτη Πιερ Πάολο; Μου είπε.    

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

ΑΡΧΙΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΟΣΧΟΒΗΣ


Ήμουνα με τα φιλαράκια, τον Έκτορα και το Βαγγέλη που τον λέγαμε Σουπιά, για μια δουλίτσα στην παλιά γειτονιά, στα Παναθήναια. Νετάραμε και κάτσαμε για μια μπύρα στην παρακμιακή μπαροκαφετέρια, το Σκάρλετ, που την είχαν δυο αδέρφια,

Στο μαγαζί δε θα υπήρχε ψυχή αν δεν καθόταν μόνος σε ένα τραπεζάκι με ένα ποτήρι μπύρα ο Μοσχόβης. Έτσι μας συστήθηκε. Αρχιδιδάσκαλος Μοσχόβης.

Ο τύπος ήταν ασορτί με το μαγαζί και με τη γριά μάνα των ιδιοκτητών που μ’ ένα παλιόπανο έκανε πως καθάριζε τα τραπέζια και τον πάγκο, προφανώς για να ξεφορτωθεί το Μοσχόβη και να κλείσει.

Εμείς παραγγείλαμε από μια μπύρα για να την πιούμε γρήγορα και να της αδειάσουμε τη γωνιά. Ο Μοσχόβης, με το γένι αλά Λίνκολν, το παλιό κουστούμι, το προπολεμικό παλτό, τα μαύρα γυαλιά και το ημίψηλο, είχε άλλα σχέδια.

Αφού συστήθηκε μας ρώτησε πώς μας λένε. Του είπαμε και μας έκανε ένα fast track ψυχογράφημα. Εσύ Βαγγέλη είσαι άγιος, αμνός του Θεού, ειρηνικότερος της ειρήνης. Εσύ – και έδειξε με απειλητικό τεντωμένο δάχτυλο εμένα – είσαι λήσταρχος που πουλάς χωρίς δεύτερη σκέψη και τη μάνα σου. Για τον Έκτορα δεν είπε τίποτα.

Είπαμε να το περάσουμε στο ντούκου αλλά ο Μοσχόβης είχε πάρει φόρα. Ξέρετε ότι τα σωματίδια της ύλης έχουν μνήμη; Δεν απαντήσαμε. Ε λοιπόν, εγώ το ήξερα πριν το πουν οι επιστήμονες. Πού στηρίχτηκα; Στους αρχέγονους μύθους και στο συλλογικό υποσυνείδητο. Τον ξέρετε τον Γιούνγκ; Πού να τον ξέρετε, είστε άσχετοι.

Εκόντες άκοντες μπήκαμε στο παιχνίδι. Κάτι ξέρουμε, είπε απρόθυμα ο άγιος. Ε τότε να προχωρήσω είπε ο Μοσχόβης. Την πατήσαμε σκέφτηκα. Ο Έκτορας κοίταζε κιόλας το ρολόι του. Το λοιπόν κύριοι, πώς γίνεται οι ινδιάνοι και οι σαμάνοι της Σιβηρίας να έχουν παρόμοιους μύθους; Κάνανε ποτέ παρέα; Πίνανε μπύρες όπως καληώρα εμείς και λέγανε ιστορίες; Πώς έχουν οι οβριοί στη θρησκεία τους, όπως και άλλοι λαοί, μια γένεση που ταιριάζει γάντι στη θεωρία του μεγάλου μπουμ; Υπήρχαν άνθρωποι τότε που θυμούνται τα περιστατικά;

Καλά οι αρχέγονοι μύθοι και οι ομοιότητες αλλά το μεγάλο μπουμ πού κολλάει; Τόλμησα να ρωτήσω.

Ο Μοσχόβης κάγχασε. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει φαντασία γίνεται λήσταρχος. Κι επειδή δεν μπορεί να κλέψει φαντασία κλέβει ότι άλλο βρει. Το λοιπόν αγάπες μου, το μεγάλο μπουμ είναι η εκδίωξη των πρωτοπλάστων. Πριν από αυτό δεν υπήρχε τίποτα. Γιατί η Εδέμ ήταν χώρος δίχως δράση, δηλαδή χωρίς χρόνο, δηλαδή τίποτα. Και τι έγινε μετά; Λέει ο Θεός, πάρτε δρόμο και κάντε κουμάντο με τον ιδρώτα του προσώπου σας. Αυτό ακριβώς είπε. Που σημαίνει, για να κερδίσετε κάτι θα χάσετε κάτι. Θα ιδρώσετε. Νόμος διατήρησης της υλοενέργειας. Θεμελιώδης νόμος. Και από τότε το Σύμπαν πορεύεται με τους νόμους αυτούς. Ακτουαλισμός. Έτσι μπορούνε τώρα οι ξύπνιοι οι επιστήμονες και βγάζουν συμπεράσματα για το παρελθόν. Αλλά τα κάνουν μαντάρα στην αρχή της αρχής.

Είχαμε μείνει παγωτό. Ποιος τελοσπάντων ήταν αυτός ο δαίμονας; Πήγα να κάνω τον ξύπνιο. Σύμφωνα με αυτά που λες η μνήμη της ύλης μας βοηθάει να γνωρίζουμε με μορφή μύθων το κοσμικό παρελθόν. Τι έχεις να πεις όμως για τους μύθους που αφορούν στο Τέλος του Κόσμου; Και αυτοί ταιριάζουν με την αύξηση της εντροπίας. Πώς μας βοηθάει η μνήμη σ’ αυτό;

Πάλι γέλασε τρανταχτά ο Μοσχόβης και δυσανασχέτησε η γριά που δε σταμάταγε να ψευτοκαθαρίζει. Μα λατρεμένοι μου, πριν από αυτό το σύμπαν υπήρχε άλλο. Η ύλη  κοιμήθηκε και ξαναξύπνησε. Και θυμάται τα πάντα. Περιμένει λοιπόν και πάλι το μεγάλο ύπνο.

Άκρη δεν έβγαινε. Ο Έκτορας σηκώθηκε. Ο Σουπιάς κι εγώ κοιτάξαμε τα ρολόγια μας. Ο Μοσχόβης μας έκοψε. Μπορώ να κάνω ότι θέλω. Μπορώ να σταματήσω τον χρόνο. Ξανακοιτάξαμε μηχανικά τα ρολόγια μας. Οι δείχτες είχαν σταματήσει.

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Ο ΤΡΙΠΟΔΟΣ ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑΣ


Ο Θεός ή η Φύσις – διαλέγετε και παίρνετε – τον επροίκισαν με πλείονας της μιας αρετάς εκ των οποίων δύο είναι εκείναι εις τας οποίας θα εστιάσωμεν: έξοχος πνευματική ρώμη και ανατομική ιδιαιτερότης προσφιλής εις αμφότερα τα φύλα.

Γνωστόν είναι όμως ότι μία θετική ιδιότης καθίσταται αρνητική όταν λαμβάνει τιμάς πολύ υψηλάς. Εις την περίπτωσιν του φίλου μας, η θετική αύτη ιδιότης τον υπεχρέωσεν εις υιοθέτησιν παραδοσιακής ενδυμασίας των ποιμένων της Βαλκανικής, ήγουν της θρυλικής φουστανέλας, όπως και σκελέας τρισκελούς δυναμένης να εξυπηρετήσει τον τρίτον πόδα.

Ο φίλος μας υπήρξεν μέγας αστήρ της νομικής επιστήμης και ειδικώς του ποινικού δικαίου, αήττητος εις πλήθος μαχών που έδωσεν εις πλημμελειοδικεία και κυρίως κακουργιοδικεία. Οι αντίδικοι, εισαγγελείς, συνήγοροι, κατήγοροι ή κατηγορούμενοι, ωχριούσαν άμα τη εμφανίσει του και με δυσκολίαν μεγάλην κατέπνιγον την κραυγήν: ο φουστανελάς! Περιττόν να είπωμεν ότι ο φουστανελάς είχε λάβει ειδικήν άδειαν – βάσει ιατρικού εγγράφου – δια να παραβιάζει το ενδυματολογικόν πρωτόκολλον των δικαστικών αιθουσών.

Ως είθισται, έρχεται κάποτε ημέρα των ημερών όπου ο καθείς εξ ημών των θνητών ευρίσκει τον μάστοράν του. Η ημέρα εκείνη ηύρεν, εις το έδρανον της αντιδίκου συνηγόρου, γυναίκα εκπάγλου καλλονής, ελκυστικήν, με δύναμιν έλξεως τουλάχιστον οκτακοσίων ίππων.

Το δράμα έλαβε χώραν κατά την στιγμήν την οποίαν η συνήγορος απηύθυνεν ερωτήσεις εις τον μάρτυρα ενώ τακτικώς εστρέφετο προς τον δύστηνον φίλον μας όστις ησθάνθη τον τρίτον πόδα ανυψούμενον, παντελώς εκτός ελέγχου.

Η δίκη ήτο κρίσιμος αλλά και η κατάστασις του φουστανελά κρισιμωτέρα. Ουδέν πλέον ηδύνατο να αποκρύψη η βουκολική ενδυμασία εφόσον το κεντρικόν σκέλος της σκελέας εστάθη όρθιον και υπερήφανον ως ιστός νικηφόρου λαβάρου.

Ο φίλος μας παρητήθη και μετά κόπων, βασάνων και πόνων φρικτών απεμακρύνθη της αιθούσης και ωδηγήθη εις χώρον παροχής πρώτων βοηθειών και ειδικώς ψυχρών επιθεμάτων.

Δυστυχώς, το γεγονός αυτό ωδήγησε τον φίλο μας εις οριστικήν παραίτησιν. Το ότι η εκπάγλου καλλονής συνήγορος τον ηράσθη κεραυνοβόλως και του εγένετο τσιμπούριον ελέγχεται ως αναληθές.            




Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΝΟΣ

 


Χοροπηδώ, χοροπηδώ                                                                                                                                                          κι έχω ένα τρένο ηλεκτρικό                                                                                                                                μες στο μυαλό μου.

Διονύσης Σαββόπουλος

Γεννήθηκα με μπόλικη σκοτεινή ενέργεια εντός μου. Μπορεί να φταίει που οι μαιευτήρες φτύσανε αίμα για να με βγάλουν από την κοιλιά της μάνας μου. Αν είχα περισσότερο θάρρος θα ήμουνα ένας μεγάλος μακελάρης. Ευτυχώς για την ανθρωπότητα δεν είχα και ποιών την ανάγκην φιλοτιμίαν έγινα καλός άνθρωπος. Θα σας έλεγα να μη με εμπιστεύεστε αλλά τώρα είναι αργά. Δεν έχω κουράγια ούτε για το καλό ούτε για το κακό. Ένας καλός ύπνος είναι ότι πρέπει.

ΣΤΟ ΜΩΛΟ

Χίλια εννιακόσια εξηντακατιλίγο. Καλοκαίρι. Παλούκια Σαλαμίνας. Πρωί-πρωί. Παππούς, γιαγιά και ο μικρός Γιωργάκης τραβάνε κατά το μώλο με καρεκλάκια, πετονιές, δολώματα και κουβά. Ο μώλος δίπλα στο ναύσταθμο. Στο νάσταθμο που τον λέγανε παππούς και γιαγιά, με το δίκιο τους, καθόσον αυτό το ύψιλον που προφέρεται φι μπερδεύει την γλώσσα.

Παππούς και γιαγιά δεν ξεκίνησαν καλά τη μέρα. Κάτι που έψελνε η γιαγιά τον παππού, κάτι που της αντιμίλησε ο παππούς και είπε το στόμα της μαγαρισμένο. Αυτό το μαγαρισμένο μου κακοφάνηκε γιατί ήμουνα μικρός και το μπέρδεψα με το μαλακισμένο που για κείνη τη γενιά ήταν λέξη βαριά και ανείπωτη. Τουλάχιστον στη δικιά μας οικογένεια. Πιο πολύ όμως τρόμαξα μήπως η σύρραξη αυτή φέρει  τη ματαίωση της αγαπημένης μου δραστηριότητας. Δραστηριότητες τις λένε σήμερα, τότε τα λέγανε όλα με το όνομά τους. Το ειδικό υπερτερούσε του γενικού. Το ψάρεμα ήταν αυτό το ειδικό που αποτελούσε την πεμπτουσία των διακοπών με παππού και γιαγιά.

Γύλοι, χάνοι, πέρκες, σπάροι, σαυρίδια, κοκκάλια, κολιοί, σαρδέλες, γόπες. Κοκοβιοί  ήταν το ευκολάκι, το ψάρεμα από τα αγκυροβολημένα φερι-μποτ. Ανέβαιναν τα καημένα τα ψαράκια δυο-δυο. Η ξαδέρφη μου έκανε προσευχές, η γιαγιά δόλωνε κι εγώ έριχνα πετονιά. Για τους κοκοβιούς δε χρειαζόμαστε τη συνδρομή του παππού.

Τέλος πάντων, τη μέρα εκείνη της μικρής αλλά επικίνδυνης στο μυαλό μου σύρραξης η εξέλιξη ήταν θετική. Φτάσαμε στο μώλο, απλώσαμε εφημερίδες, βάλαμε απάνω  δολώματα και σύνεργα, ανοίξαμε τα σκαμνάκια και πήραμε θέση. Έλειπε η ξαδέρφη και οι προσευχές της αλλά ψαρέψαμε. Ο μικρός Γιωργάκης δεν ήθελε να τελειώσει το ψάρεμα, ακόμη κι όταν έπαψε να τσιμπάει , η γιαγιά δεν ήθελε να του χαλάσει χατίρι αλλά ο παππούς ανυπομονούσε να κάτσει κάτω από τη μουριά, δίπλα στο πηγάδι, να πιει το ουζάκι του και να στήσει το καβαλέτο με το τελάρο του. Γιατί ο παππούς είχε τελειώσει μόνο την πρώτη δημοτικού αλλά ήταν καλλιτέχνης. 

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

minimal

 

Ο γέρος δάνεισε τον φίλο. Έμφραγμα. Η χήρα ζήτησε τα χρωστούμενα. Με την πρώτη ευκαιρία. Πέρασε καιρός. Τηλέφωνο. Με την πρώτη ευκαιρία. Επίσκεψη. Με την πρώτη ευκαιρία. Έμφραγμα. Η χήρα ανησυχεί. Επίσκεψη στη χήρα του φίλου. Ανάγκη μεγάλη. Με την πρώτη ευκαιρία. Τηλέφωνο. Επίσκεψη. Καταλαβαίνετε. Με την πρώτη ευκαιρία. Τηλέφωνο ξανά. Κερί στην εκκλησιά. Παράκληση στο Θεό. Να καεί η χήρα του φίλου στη Κόλαση. Με την πρώτη ευκαιρία.


Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΤΡΟΙΑΣ

 

Να και ένα μήνυμα αισιοδοξίας: Αφού ο Μητσοτάκης θριαμβεύει με εκατόμβες σε τρένα και καΐκια, ο Αρμαγεδών θα περάσει απαρατήρητος.

Με βάση όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, ένα από τα δύο ισχύει: είτε η κυβέρνηση δεν φταίει ποτέ και για τίποτα είτε στ’ αρχίδια μας όλα.

Είναι γκαντέμηδες ή είναι απλά ανάλγητοι; Ότι και να είναι ψηφίζονται άρα έχουμε περάσει οριστικά στο στάδιο ανοσίας αγέλης.

Πενθούμε εορτάζοντες και εορτάζουμε πενθούντες. Αφού για τον Μπερλουσκόνι έσπασε το ρεκόρ πένθους, τα πάντα είναι πιθανά.

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

ΣΑΣΜΟΣ: ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΑΠΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ ΑΙΩΝΩΝ




Ο τηλεοπτικός Σασμός, μια σειρά που σημειώνει επιτυχία και πρόκειται να συνεχιστεί – ατυχώς κατά την άποψή μου – για τρίτη σεζόν, φαίνεται να έχει δεχθεί σημαντικές επιρροές από την δραματουργία περασμένων αιώνων, μια πρακτική διαχρονική στον κόσμο του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη αλλά στο σενάριο της σειράς που αναγκαστικά, για λόγους δραματουργικούς αλλά και έκτασης της δράσης, διαφέρει σημαντικά – σχεδόν ριζικά από αυτό.

Αρχικά λοιπόν επισημαίνω ότι κεντρικός πυρήνας της σειράς είναι ο απαγορευμένος έρωτας δύο νέων, της Αργυρώς και του Αστέρη, που ανήκουν σε δύο αντιμαχόμενες οικογένειες. Κύριο δραματικό στοιχείο του έργου αποτελεί ο φόνος του αδερφού της Αργυρώς από τον Αστέρη που έγινε αθέλητα πάνω σε συμπλοκή.

Στην ισπανική ιστορία του θεάτρου υπάρχει το έργο «Το Αστέρι της Σεβίλλης» (La Estrella de Sevilla)  που γράφτηκε το 1623 από τον ισπανό δραματουργό Andrés  de Claramonte (1580-1626) και έχει σαν κεντρικό θέμα τον έρωτα μεταξύ δύο νέων, της Estrella Tavera και του Sancho Ortiz de las Roelas. Ο Σάντσο σκοτώνει, παρά την θέλησή του, τον αδερφό της Αστέρως (Estrella) και αγαπημένο του φίλο, με εντολή του Βασιλιά. Και στις δύο ιστορίες η κοπέλα συγχωρεί τον αγαπημένο της και φονιά του αδερφού της. Η αγάπη υπερισχύει των πολύ αρνητικών συνθηκών.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σπύρος Πετρουλάκης που έγραψε το βιβλίο Σασμός επιλέγει το όνομα Αστέριος για το νέο, σημείο ότι έχει κατά νου το θεατρικό του ισπανού συγγραφέα, παρότι στη δική του ιστορία δεν υπάρχει έρωτας μεταξύ των δύο ηρώων. Αντίθετα, η σειρά ακολουθεί πιστά το πνεύμα του Andrés  de Claramonte δίνοντας και αυτή το όνομα Αστέρης στο νέο αντί του Αστέρω (Estrella) που χρησιμοποιεί για τη νέα ο ισπανός δραματουργός.

Οι επιρροές όμως δεν τελειώνουν εδώ. Στον τηλεοπτικό Σασμό εμφανίζεται ξαφνικά, στα τέλη της δεύτερης σεζόν, η σκιά μιας κατάρας από το παρελθόν που πιθανολογείται ότι επηρεάζει τις τύχες των ηρώων μέσα από τη βεντέτα. Οι βίαιοι θάνατοι από τις δύο οικογένειες, που δεν είναι λίγοι, θεωρούνται απότοκοι της κατάρας. Εδώ δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπόψιν μας το έργο του αυστριακού μεγάλου δραματουργού Franz Grillparzer (1791-1872), Η προγιαγιά ( Die Ahnfrau, 1817), το οποίο έχει έναν τέτοιο πυρήνα. Μια κατάρα για ένα έγκλημα που έγινε με θύμα μια γυναίκα της οικογένειας του κόντε Μπορότιν φτάνει μέχρι δύο απογόνους, την Μπέρτα και το Γιαρομίρ. Το έργο αυτό μεταφράστηκε σε ελληνικούς στίχους από τον Κ.Χατζόπουλο και ανέβηκε πολλές φορές στην ελληνική θεατρική σκηνή.

Τόνισα ότι η χρήση μύθων και ιστοριών από παλαιότερα δραματικά έργα είναι κοινή πρακτική. Χρονολογείται ουσιαστικά από την εποχή του Ομήρου, άρα δεν υπάρχει ένσταση επί τούτου. Ένσταση υπάρχει σε ότι αφορά την φόρτιση της αφήγησης με διαδοχικά τραγικά γεγονότα χωρίς λύση, αφού εκεί που πλησιάζει η λύση ακολουθεί μια νέα τραγική περιπλοκή αντίστοιχης έντασης πράγμα που λειτουργεί αρνητικά στον ψυχισμό του θεατή. Συμπερασματικά νομίζω ότι είναι προτιμότερο να κλείνει σε λιγότερα επεισόδια μια σειρά παρά να δημιουργείται ένα τρενάκι με βαγόνια τους δραματικούς πυρήνες παλαιών επιτυχημένων αλλά ξεχωριστών έργων. 

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΞΕΔΩΜΑ

 

Ο ένας σαραντάρης, ο άλλος σαρανταπεντάρης. Φίλοι από μικρά παιδιά. Κι από νωρίς στο μεροκάματο. Οικοδομή. Ο μεγάλος παντρεύτηκε στα είκοσι. Προσπάθησαν για παιδί. Η γυναίκα έκανε θεραπείες που την βλάψανε. Πριν από λίγους μήνες την έχασε.

Ο μικρός έχει τρία αγόρια. Δουλεύουν κι αυτός και η γυναίκα του. Όλη μέρα στο τρέξιμο. Το μικρότερο αγόρι το κρατάει η πεθερά. Τα δύο μεγαλύτερα πάνε σχολείο. Φωνές, ζημιές, γκρίνια, παράπονα και μερικές βλαστήμιες το καθημερινό μενού. Μαγγανοπήγαδο που τρίζει.

Τώρα τα δύο φιλαράκια πήγαν για δουλειά μακριά. Κατασκευάζεται ένα νοσοκομείο. Δουλίτσα αρκετή. Το βράδυ πίνουνε καμιά μπύρα και πέφτουν για ύπνο. Πού και πού κάναν αγώνα στη καφετέρια. Αυτά.

Δυο-τρεις μέρες πριν την επιστροφή είπαν να ξεδώσουν. Κάποιος από τη δουλειά τους είπε για μαγαζί με γυναίκες.

Δεν το ξέρανε το σπορ οι φίλοι και είπαν να δοκιμάσουν. Να ξεδώσουν λίγο. Είχανε πήξει. Πήγαν λοιπόν στα χωμένα του λιμανιού και βρήκαν το μαγαζί. LIVE SHOW. Μπήκαν και δεν είδαν κανένα σόου. Το μπαρ, τσιμπλιάρικο ημίφως και άδεια τραπέζια. Κάθισαν.

Σχεδόν αμέσως πλησίασε η ξανθούλα και τράβηξε την καρέκλα δίπλα στο μικρό. Ουκρανία. Ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Καμιά τριανταριά. Έφτασε και η άλλη. Μολδαβία. Πιο μεγάλη, πιο μεγαλόσωμη και καστανή. Πρόσχαρη.

Τα κορίτσια παράγγειλαν τεκίλα, τα αγόρια μπύρα για σιγουριά. Μετά τα γνωστά και τετριμμένα, πώς σε λένε κι από πού είσαι, ο μικρός κάνει προσεκτική κίνηση. Χριστίνα, εμείς εδώ είμαστε για δουλειά. Λείπουμε καιρό από το σπίτι. Θα σε κεράσω τρία ποτά αλλά αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι άλλο. Δηλαδή; Να, θέλω να βρεθώ με γυναίκα. Καταλαβαίνεις… Αν έχεις καμιά φίλη που ενδιαφέρεται… Να το σκεφτώ. Πόσα νομίζεις ότι μπορείς να δώσεις; Ένα κατοστάρικο, κάπου εκεί. Το πολύ.  Τι να σου πω, εδώ ακούγονται άλλα ποσά. Τι ποσά; Να, ας πούμε διακόσια. Όχι, δεν παίζουν τόσα, πού βρισκόμαστε! Τέλος πάντων, άσε να το σκεφτώ.

Ήπιαν λίγο μπύρα, οι κοπέλες κατέβασαν τις νερωμένες τεκίλες και παράγγειλαν άλλες. Η συζήτηση για ανέμους και ύδατα, σαν τις τεκίλες ένα πράμα. Το ξανθό, ακριβό άρωμα έδωσε απάντηση. Αύριο, στις δύο το μεσημέρι, στο σιντριβάνι του λιμανιού. Η συμφωνία επικυρώθηκε με φιλιά και ψαύσιμο του μπούστου. Από την άλλη, ο πενθών δεν άντεχε να κάνει τέτοια κίνηση.

Την επαύριο η Χριστίνα με το ξανθό μαλλί  ήρθε στο ραντεβού με μισή ώρα καθυστέρηση. Η εξέλιξη πάντως υπήρξε ομαλή. Μάλιστα κανόνισαν άλλη έξοδο, την επόμενη μέρα, για ψαράκι. Όλοι μαζί παρέα.

Φάγανε όμορφα, ήπιαν τα κρασιά τους , απόλαυσαν την εκλεκτή αστακομακαρονάδα και τη γάμπαρη. Οι κοπέλες ενθουσιάστηκαν. Ελάτε ρε παιδιά το βράδυ στο μαγαζί να μας κάνετε παρέα. Τελευταία μέρα είναι.

Τους πείσανε. Ήταν ευδιάθετοι. Ξεκίνησαν με μπύρες αλλά πέσανε στις βότκες. Κάνανε ζημιές. Τρακόσια ο ένας, διακόσια εβδομήντα ο άλλος. Τους αποχαιρέτησαν στις δύο και μισή με φιλιά γιομάτα γνήσιο πάθος. Ήταν καλά παιδιά, αγνά και ζημιάρικα.

Το ξενοδοχείο τους ήταν λίγο έξω από την πόλη. Με το ζόρι βρήκαν το αμάξι τους. Κάθισε στο τιμόνι ο μεγάλος. Δε βλέπω ρε το δρόμο. Θολά και στραβά τα βλέπω όλα. Κι εγώ, λέει ο μικρός. Μπόμπες γαμώτο μου.Πάμε κι όπου βγει!

Ο δρόμος είχε στροφιλίκια. Μία στροφή, δύο στροφές. Πρόσεχ….

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Το βλέμμα του συνέλαβεν φευγαλέως κίνησιν τινά εις την κορυφογραμμήν. Εκοίταξεν εκ δευτέρου. Παρομοία εντύπωσις, περισσότερον ως διαίσθησις. Μήπως όμως η διαίσθησις δεν υπερέχει εις πολλάς περιπτώσεις της οπτικής εντυπώσεως; Ο βιγλάτορας ενημέρωσεν αμέσως τον αρχηγόν.

Ο αρχηγός  εκάλεσεν τους υπευθύνους των τεσσάρων αποσπασμάτων. Ταχέως  συνεκεντρώθησαν το ελληνικόν, το βαρβαρικόν, το αγγελικόν και το δαιμονικόν. Αποσπάσματα διαφορετικά , πλην όμως εξίσου αποτελεσματικά.

Το ελληνικόν, υποστηριζόμενον από το αντίστοιχον ελληνικόν κόμμα, προσφάτως εξουδετέρωσεν επικίνδυνον ληστήν και βιαστήν όστις ελογίζετο βάρβαρος αλλά απεδείχθη έλλην. Εκ των υστέρων υπεστήριξαν ότι ναι μεν ήτο έλλην αλλά συναγελάζετο μετά των βαρβάρων.

Το βαρβαρικόν, υποστηριζόμενον από το ημιπαράνομον βαρβαρικόν κόμμα, είναι μισθοφορικόν αλλά τα μέλη του υποστηρίζουν ότι τα άλλα αποσπάσματα, καίτοι τύποις εθελοντικά, έχουν τα «τυχερά» τους τα οποία είναι εν τοις πράγμασι πολλαπλάσια του γλίσχρου μισθού των μισθοφόρων. Μολαταύτα οι βάρβαροι δείχνουν αξιοθαύμαστον ζήλον, ειδικώς εάν υπάρχει και κάποιον υλικόν αντίκρυσμα, δυνάμενον να διορθώση την εις βάρος των αδικίαν. Την μεγίστην επιτυχίαν, φερ’ ειπείν, την εσημείωσαν συλλαμβάνοντες εμπόρους ναρκωτικών τους οποίους ενόμισαν κυνηγούς θησαυρών. Οι έμποροι ήσαν βάρβαροι οίτινες επώλουν εις  έλληνας  οι οποίοι εν συνεχεία ετροφοδότουν βαρβάρους και έλληνας άνευ εξαιρέσεως. Το βαρβαρικόν κλιμάκιον επειράθη καταχρήσεως των αποθεμάτων ή μέρους αυτών αλλά δεν ηδυνήθη  ένεκα της εγκαίρου και επιτυχούς παρεμβάσεως του δαιμονικού που τα κατέσχεν αστραπιαίως. Είναι γνωστόν ότι το επιχειρηματικόν και τα λοιπά δαιμόνια προσφέρουν αμέσους λύσεις.

Τελευταίον αλλά ουχί έσχατον το αγγελικόν απόσπασμα το οποίον υπεραμύνεται αρετής και δικαίου. Είναι ασφαλώς το πλέον αποτελεσματικόν εις τας συλλήψεις αλλά και απείρως ασύμφορον διότι επί τη βάσει των ευγενών προθέσεών του η χώρα θα μετεβάλετο εις απέραντον φυλακήν. Και εις τούτο το παράφορον αίσθημα δικαίου αντιδρώντες οι δαιμονικοί προσφέρουν ανεκτίμητον υπηρεσίαν.

Ποίος λοιπόν δύναται να σώσει την δύσμοιρον χώραν  από την δεσποτείαν του δαιμονικού κόμματος και του εξ αυτού εξαρτωμένου αποσπάσματος; Μήπως η ισορροπία την οποίαν επιφέρει η ύπαρξις και των άλλων κομμάτων και δυνατών αποσπασμάτων;