Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΧΑΣΙΑΚΕΙΟΣ ΔΙΔΑΧΗ



Στην ερώτηση αν υπάρχει Θεός η απάντηση δε μπορεί να είναι κατηγορηματική. Στην ερώτηση αν υπάρχουν άγιοι μπορεί.

Μπορεί η απάντηση να είναι κατηγορηματική γιατί σε κάποια στιγμή της ζωής του καθημερινού ανθρώπου μπορεί να του γίνει αυτή η αποκάλυψη.

Η στιγμή αυτή στη δική μου ζωή και στη ζωή χιλιάδων συνανθρώπων ήρθε χθες, στη νεκρώσιμη ακολουθία για τον γιατρό Δημήτρη Χασιάκο.

Το θέμα μου δεν είναι ποιος ήταν ο Χασιάκος. Ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ψάξει στο διαδίκτυο και να πάρει όλες τις πληροφορίες από ανθρώπους και ειδικούς πολύ πιο αρμόδιους από εμένα. Το θέμα μου είναι το τελευταίο μάθημα του Χασιάκου που δόθηκε χθες, σε συναδέλφους του γιατρούς αλλά και σε κάθε τυχερό παριστάμενο.

Δεν ήταν μια απλή τελετή. Δεν ήταν μια απλή συγκέντρωση πλήθους για να τιμηθεί κάποιος γνωστός ή επώνυμος. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε μια κοινωνική εκδήλωση όπου κυριαρχούν οι συζητήσεις, συνήθως άσχετες, μεταξύ γνωστών που συναντιούνται και λένε τα νέα τους. Εδώ είχαμε ένα πραγματικό προσκύνημα.

Κόσμος βουρκωμένος, γυναίκες, κυρίως φυσικά γυναίκες αλλά και άντρες που έφεραν και τα παιδιά τους, πολλά στα βρεφικά καροτσάκια τους, ψυχές που έφερε στη ζωή αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος και άλλες που έσωσε από του Χάρου τα δόντια. Του Χάρου που αυτός ο ίδιος τον αψήφησε και τον αντιμετώπισε όρθιος λέγοντας «θέλω να αντέξω λίγο ακόμα γιατί έχω κάτι στο μυαλό μου».

Κα τα την διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας δεν βγήκε ούτε κιχ από αυτό το πλήθος. Ο κόσμος ήταν συγκλονισμένος. Το σιωπηλό μάθημα είχε εκκωφαντική απήχηση. Οι γιατροί που παρευρίσκοντο δε μπορεί να μην κατάλαβαν. Δεν είναι δυνατόν να μην είδαν ότι η αξία της μικρής ζωής τους συμπυκνώνεται σε αυτό το έργο, σε αυτό το λειτούργημα που δεν χρειάζεται να διαφημιστεί ούτε από ιστοσελίδες ούτε από πολυτελή φυλλάδια και παρουσίες στην τηλεόραση. Αψευδής μάρτυς είναι ο ευεργετημένος συνάνθρωπος του οποίου η ευγνωμοσύνη είναι η υψηλότερη πληρωμή για εκείνους που πήραν τον Όρκο του Ιπποκράτη.

Αλλά το τελευταίο μάθημα του Δημήτρη Χασιάκου δεν απευθύνθηκε μόνο σε γιατρούς. Κάθε επαγγελματίας, κάθε άνθρωπος που βρέθηκε εκεί, συνειδητοποίησε το μεγαλείο αυτής της αναγνώρισης, κατάλαβε ότι κρίνεται από τους συνανθρώπους του και όχι από το παραφουσκωμένο Εγώ του.

Είμαι σίγουρος ότι στη συνείδηση χιλιάδων ανθρώπων ο Δημήτρης Χασιάκος ήταν και θα είναι ένας Άγιος, δηλαδή ένα παντοτινό μάθημα μιας Άξιας Ζωής.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΡΟΦΟΣ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΨΑΡΙ



Διάβασα με μεγάλη χρονική καθυστέρηση το πολύ αξιόλογο βιβλίο της Μελίνας «Γεννήθηκα Ελληνίδα». Το βιβλίο μου το δώρισε ο Κώστας Λαγωνικάκος, ο σύντροφος Κώστας.

Η λέξη σύντροφος ηχεί πια στα αυτιά μου από παράταιρα ως ενοχλητικά αλλά όταν αναφέρομαι σε κάποιους, λίγους ανθρώπους, δε βρίσκω άλλη κατάλληλη. Τέλος πάντων.

Το βιβλίο λοιπόν αυτό περιέχει μια πολύ καίρια παρατήρηση για τη λέξη παλικάρι. Παλικάρι δεν είναι ο γενναίος. Είναι ο γενναίος που σαρκάζει τον κίνδυνο και τον θάνατο, αυτός που ρίχνεται στη μάχη με γέλιο και τραγούδι.

Θυμάμαι – και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ – τη μέρα που πρωτοσυνάντησα τον σύντροφο Νίκο Βουλγαράκη, άλλος ένας σύντροφος, το μακρινό 1972. Με πήγε σε κάποιο σπίτι μπερδεύοντάς με στη διαδρομή για συνωμοτικούς λόγους. Μιλήσαμε για την ένταξή μου στην αντιστασιακή οργάνωση που αντιπροσώπευε. Του είπα ότι θα ενταχθούμε σαν ομάδα, τέσσερα άτομα.

Μετά από μερικές μέρες πήγαμε στο παράνομο σπίτι, όλη η ομάδα. Σε διπλανό δωμάτιο ήταν η Ελένη, η αξέχαστη αγαπημένη Ελένη του Νίκου. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν τα πολλά γέλια που άκουγε. Δεν είχε συνηθίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές στις συναντήσεις της οργάνωσης.

Αλλά έτσι ήταν τα παιδιά του Ροφού. Ο Βαγγέλης, ο Αντώνης, η Καίτη. Ροφός το Μαύρο Ψάρι με τα Αντιιμπεριαλιστικά Αισθήματα. Όνομα – επινόηση του Τάκη Σέμπου.

Ο Σέμπος ήταν η αρχή του Ροφού. Ο ίδιος έμελε να είναι και το τέλος του.
Έχω ξαναγράψει για τον Σέμπο που ήταν συμμαθητής μου και έγινε παντοτινός φίλος. Και σύντροφος. Άλλος ένας από τους λίγους.

1970. Μαύρη χούντα και εμείς πρωτοετείς φοιτητές. Ο Σέμπος, καθώς περπατούσαμε κάπου στη γειτονιά μας, στου Γκύζη, όπου έμελε να σφραγιστεί η μικρή σε χρονική διάρκεια αλλά έντονη πολιτική μου ιστορία, με ρώτησε : τι κάνουμε;

Ο γιος του Καπετάν Έκτορα δεν ήταν δυνατό να το σκεφτεί πολύ. Ο πατέρας μου, ο Λέλος, ήταν από τους συνεπέστερους και πιο παθιασμένους αντιχουντικούς που γνώρισα. Το ίδιο και η μάνα μου που γιόρταζε σαν σήμερα.

Σε ένα ιστορικό υπερυψωμένο μικρό καφενεδάκι του Γκύζη έγινε η «ιδρυτική πράξη του Ροφού». Οργάνωση είχαμε, έπρεπε να βρούμε και μέλη.

Ο πρώτος στρατολογηθείς ήταν ασφαλώς ο παιδικός μου φίλος Βαγγέλης Λογαράς, ο θρυλικός Σουπιάς, αφού του κόλλησε γάντι το όνομα που του χάρισε αργότερα ο Νίκος Βουλγαράκης. Ο δεύτερος ήταν ο φίλος του Σουπιά και συμμαθητής του Σπύρος Ευαγγελάτος. Μετά ήρθαν ο Νίκος Τσαλαβρέτας, ο Αντώνης Μαρούλης με το παρατσούκλι Πλατάς που μας άφησε στα σαρανταοχτώ του, η μετέπειτα γυναίκα του η Καίτη, ο Νίκος Σφαρνάς και ο σπουδαίος στιχουργός Κώστας Τριπολίτης.

Οι κυριότερες ενέργειές μας ήταν τα συνθήματα που γράψαμε μέσα στο Χημείο, μπαίνοντας το βράδυ από μια μυστική πόρτα που βγάζανε τα σκουπίδια, προκηρύξεις που ρίξαμε στην Εμπορική και στη Φυσικομαθηματική Σχολή εν ώρα μαθήματος, αυτοκίνητα αξιωματικών της αμερικάνικης βάσης που κάψαμε στη Γλυφάδα. Κάναμε φυσικά και πολλές άλλες, λιγότερο θεαματικές.

Ο Ροφός δε μακροημέρευσε γιατί εντωμεταξύ ο Σέμπος ξεκίνησε επαφές με την ΚΝΕ μέσω του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Ο Σέμπος μου έκρυψε την εξέλιξη των επαφών γιατί πίστευε ότι ήμουν φιλοτροτσκιστής επειδή είχα πολιτικές επαφές με τον καλό μου φίλο, τον σημερινό καταξιωμένο φωτογράφο και δημοσιογράφο Σπύρο Στάβερη. Ο Σπύρος ανήκε στην  Ligue Communiste Revolutionnaire, μια γαλλική τροτσκιστική οργάνωση.

Όταν ο Σέμπος μας ανακοίνωσε την προσχώρησή του στην ΚΝΕ, ο Ροφός διαλύθηκε, ενάμιση χρόνο μετά την ίδρυσή του. Η διάλυση του Ροφού ήταν για μένα ένας μικρός θάνατος, ο πρώτος στη σειρά και άλλων τέτοιων θανάτων που μου επιφύλασσε το μέλλον.

 
   Σέμπος (δεξιά), Σκιάνης (αριστερά) στη δίκη τους για αντίσταση κατά της αρχής το 1972.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

UNDELETED





EUROCON. Κολοσσός στον τομέα της κατασκευής. Θηριώδεις κτιριακές εγκαταστάσεις για τα headquarters, χιλιάδες εργαζόμενοι, δουλειές σε Γερμανία, Λιθουανία, Κροατία, Σερβία, Εμιράτα, Σαουδική Αραβία και πάει λέγοντας. Δέκα θυγατρικές σε διάφορες χώρες.

Ο πολιτικός μηχανικός Νέστορας Κράλης είναι παλιό στέλεχος της εταιρείας, πριν ακόμη κάνει το μεγάλο μπουμ. Είναι υπεύθυνος στον τομέα διαχείρισης αποβλήτων και ταξιδεύει συνεχώς για να επιβλέψει μονάδες σε λειτουργία ή να συζητήσει για καινούργια έργα. Θεωρείται αυθεντία στην κοστολόγηση των έργων και μπορεί να καταλάβει αμέσως αν ένα έργο θα αφήσει χρήματα ή όχι.

Το γραφείο του είναι από τα μεγαλύτερα στις κεντρικές εγκαταστάσεις. Ο Νέστορας Κράλης, όταν δεν λείπει εκτός έδρας, είναι εκεί στις οχτώ ακριβώς, μαζί με τις εφημερίδες του. Χρησιμοποιεί, όπως κάθε σοβαρό στέλεχος, κυρίως τον υπολογιστή του για την ενημέρωσή του αλλά δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ και την παλιά συνήθεια ξεφυλλίσματος των εφημερίδων που τον χαλαρώνει μαζί με τον καφέ που του ετοιμάζει η γραμματέας και ένα τσιγάρο.

Εκείνο το μουντό πρωινό του Νοέμβρη, ο Νέστορας ήταν σε αρκετά ευχάριστη διάθεση. Ξεφύλλισε τις εφημερίδες όπως πάντα, δίνοντας ελάχιστη σημασία στο αστυνομικό ρεπορτάζ, προσέχοντας περισσότερο την αρθρογραφία και τα αθλητικά. Έτσι η ματιά του πέρασε γρήγορα πάνω από την είδηση για έκρηξη βόμβας σε εργοστάσιο γερμανικής εταιρείας και στάθηκε σε ένα άρθρο για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών.

Την άλλη μέρα στην είδηση προστέθηκε καινούργιο στοιχείο, η ύπαρξη τραυματία. Ο Νέστορας πέρασε πάλι γρήγορα από την είδηση για να ρίξει μια πιο προσεχτική ματιά στη νίκη του Ολυμπιακού για την Ευρωλίγκα.

Την Τρίτη μέρα υπήρχε μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Ο Νέστορας πήρε τις εφημερίδες στο αεροδρόμιο γιατί πετούσε για Κροατία. Κατά την διάρκεια της πτήσης διάβασε ότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως η βόμβα τοποθετήθηκε από την παλαιότερη οργάνωση αντάρτικου πόλης και ότι ο τραυματίας είναι μέλος της οργάνωσης.

Ο Νέστορας ένοιωσε ένα περίεργο ρίγος. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί. Έφταιγε αυτό που διάβασε; Η είδηση τον παρέπεμπε κάπου αλλού; Σημασία έχει ότι η διάθεσή του χάλασε. Έγινε ανεξήγητα ανήσυχος. Το απόγευμα είχε μια συνάντηση και ξεχάστηκε. Τη νύχτα όμως έκανε άσχημο ύπνο. Τότε είδε για πρώτη φορά το όνειρο.

Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε το εργοστάσιο και συζήτησε με τα στελέχη. Την μεθεπόμενη επέστρεψε στην Αθήνα.

Γύρισε με ταξί στο σπίτι του στο Λαγονήσι. Ήσυχη περιοχή και το μαύρο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο καμιά πενηνταριά μέτρα από την πόρτα του, με δύο άντρες μέσα, έμοιαζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Ένοιωσε πάλι την ίδια ανατριχίλα. Μα γιατί; Τι σήμαινε αυτός ο μεταφυσικός φόβος;

Φίλησε την γυναίκα του και τις δύο κόρες του που τον περίμεναν για το δείπνο. Κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει αφηρημένος, χωρίς πολύ όρεξη. Η Μάνια τον ρώτησε τι έχει. Δεν είχε τίποτα αλλά ήταν κουρασμένος. Στο κρεβάτι δεν είχε διάθεση για τίποτα και όταν με τα πολλά τον πήρε ο ύπνος ξαναείδε το όνειρο, τον άντρα με μάτια βαθιά σα μυστικά που τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει και χωρίς να μετακινείται. Ο άντρας κρατούσε κάτι που θα μπορούσε να είναι απειλητικό αλλά δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό. Ξύπνησε καταϊδρωμένος και άρχισε να βηματίζει στο καθιστικό καπνίζοντας. Κάπνισε ένα πακέτο μέχρι το πρωί.

Έκανε μπάνιο και ξυρίστηκε. Η Μάνια είχε σηκωθεί και είχε ετοιμάσει πρωινό. Ο Νέστορας ήπιε μόνο τον καφέ. Ετοιμάστηκαν να φύγουν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και βγαίνοντας από την γκαραζόπορτα ο Νέστορας πρόσεξε ένα άλλο μαύρο αυτοκίνητο, παρκαρισμένο στην ίδια θέση με το προηγούμενο. Δύο άντρες ήταν πάλι μέσα.

Δεν ήθελε να ανησυχήσει τη Μάνια αλλά δεν άντεξε να μην τη ρωτήσει αν είδε το αυτοκίνητο με τους άντρες. Η Μάνια είπε ότι τους είδε και ότι είδε και άλλο αυτοκίνητο χθες. Πρόσθεσε ότι είναι σίγουρο πως πρόκειται για ασφαλίτες που μάλλον παρακολουθούν ρώσους μαφιόζους. Πριν από κάνα χρόνο είχε γίνει η σύλληψη κάποιου Αλεξάντερ Γκολομέεφ στην περιοχή.

Ο Νέστορας άφησε τη Μάνια στο νοσοκομείο που εργάζεται σαν ορθοπεδικός και συνέχισε για τα γραφεία της EUROCON. Η θεωρία περί ρώσων μαφιόζων και Γκολομέεφ δεν τον καθησύχασε καθόλου.

Στο γραφείο ξεκίνησε αμέσως τη δουλειά πίνοντας καφέ και καπνίζοντας αλλεπάλληλα τσιγάρα. Δε μπόρεσε να συγκεντρωθεί και έκανε συνέχεια λάθη. Σηκώθηκε φοβερά εκνευρισμένος και μετά ξέσπασε σε κλάματα, ο άνθρωπος που δεν έκλαιγε ποτέ. Η γραμματέας μπήκε μέσα αναστατωμένη. Λία νομίζω πώς τρελαίνομαι, είπε ο Νέστορας και μετά σκέφτηκε ότι θα πρέπει να έχει τρελαθεί πραγματικά για να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα.

Είδε ότι δε μπορούσε να δουλέψει και πήγε στο γραφείο του Σταύρου του φίλου και συνεργάτη του. Ο Σταύρος τον είδε κατάχλωμο και ξενυχτισμένο και έδειξε ανήσυχος. Ήθελε κάτι να του πει αλλά δίσταζε. Ο Νέστορας το κατάλαβε και τον ρώτησε.

Ο Σταύρος του είπε για δύο ασφαλίτες που ζητούσαν πληροφορίες γι αυτόν ενόσω έλειπε στην Κροατία. Ο Νέστορας χλώμιασε περισσότερο και ψέλλισε μια ερώτηση για το είδος των πληροφοριών που τους ενδιέφεραν. Μετά άρχισε να μιλάει για όλα. Για την είδηση στην εφημερίδα, για τα αυτοκίνητα έξω από το σπίτι, για τα όνειρα. Ο Σταύρος έβλεπε μπροστά του έναν άλλον άνθρωπο, στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Μα τι συμβαίνει; Τον ρώτησε. Έχεις κάτι για να ανησυχείς πραγματικά;

Δεν είχε τίποτα, αυτό ήταν το χειρότερο. Δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Κάτι τον βάραινε στο στήθος σαν βράχος, το ένοιωθε χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει. Τρελάθηκε; Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την παρακολούθηση και τις ερωτήσεις των ασφαλιτών. Κάτι υπάρχει που δεν το ξέρει. Τότε γιατί ανησύχησε πριν ακόμη δει τα αυτοκίνητα; Γιατί είδε το όνειρο στην Κροατία;

Ο Σταύρος τον συμβούλεψε να πάει με δικηγόρο στην Ασφάλεια και να ρωτήσει τι τρέχει. Μόνο έτσι θα τελειώσει η αγωνία του που είναι ότι χειρότερο. Ο Νέστορας δεν διαφώνησε, ένοιωσε όμως φόβο, απέραντο φόβο. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα του δικηγόρου του άρεσε.

Έφυγε πιο νωρίς από την δουλειά για να πάει στον φίλο του δικηγόρο, τον Φιλάρετο.

Ο Γιώργος Φιλάρετος είναι πολλά χρόνια φίλος με το Νέστορα. Άκουσε την ιστορία συνοφρυωμένος. Είχε πάντα εμπιστοσύνη στο Νέστορα τόσο για την ειλικρίνειά του όσο και για την κρίση του. Προσπάθησε να δει αν γίνεται να αποσυνδέσει την ιστορία της παρακολούθησης από την είδηση στις εφημερίδες. Θα μπορούσε να είναι εντελώς άσχετο το ένα από το άλλο και πάλι όμως η καλύτερη λύση θα ήταν να παρουσιαστούν στην Ασφάλεια και να ρωτήσουν για την παρακολούθηση.

Δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει ο Νέστορας Κράλης. Αυτή τη στιγμή θα προτιμούσε να γίνει ένα μόριο σκόνης, να εξαφανιστεί. Δε μπορεί να πάρει καμία πρωτοβουλία, προτιμάει να έρθουν εκείνοι να τον βρούνε αλλά να έρθουν τώρα.

Οι ασφαλίτες δεν βιάζονται. Τα αυτοκίνητα με τους δύο επιβάτες εναλλάσσονται σε σταθερές ώρες, στα πενήντα-εξήντα μέτρα από την εξώπορτα του Κράλη. Οι εφημερίδες γράφουν για επικείμενες συλλήψεις για την υπόθεση τρομοκρατίας, για καθηγητές πανεπιστημίου και για υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού. Ο Νέστορας είναι υψηλόβαθμο στέλεχος και παρακολουθείται. Τώρα το όνειρο το βλέπει κάθε βράδυ. Παρακαλάει να του μιλήσει ο άντρας με μάτια βαθιά σα μυστικά αλλά αυτός τον κοιτάζει αμίλητος.

Η Μάνια, για πρώτη φορά, έχει την αίσθηση ότι ο άντρας της κρύβει πράγματα. Ο Νέστορας ορκίζεται ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι κόρες ακούνε πολύ έντονες συζητήσεις και πανικοβάλλονται γιατί δεν είναι συνηθισμένες σε παρόμοιες καταστάσεις.

Είναι η δέκατη μέρα παρακολούθησης και ο Νέστορας Κράλης ανοίγει την γκαραζόπορτα και βγαίνει με το αυτοκίνητο για να πάει στην EUROCON. Την άλλη μέρα θα ταξιδέψει στα Εμιράτα και ανακουφίζεται κάπως με την ιδέα.

Ένα μαύρο αυτοκίνητο κόβει τον δρόμο του. Οι τέσσερεις άνδρες που βγαίνουν τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στην ασφάλεια. Το μυαλό του έχει αδειάσει. Γιατί;

Τον οδηγούν σε ένα άδειο γραφείο. Του κάνουν ερωτήσεις και δεν καταλαβαίνει τι του λένε. Μέχρι που του φέρνουν μερικές δαχτυλογραφημένες κόλλες να τις διαβάσει. Ξαφνικά καταλαβαίνει. Και το κυριότερο: θυμάται. Το γεγονός αυτό του δημιουργεί μια μεγάλη αγαλλίαση. Αυτά που θυμάται δεν είναι καλά αλλά επιτέλους είναι αυτός καλά, είναι ολόκληρος, ξέρει τα πάντα, καταλαβαίνει τα πάντα. Ο άνθρωπος του ονείρου, ο άνθρωπος με μάτια βαθιά σα μυστικά, ο Νέστορας, ενώθηκε πάλι με τον Κράλη.               

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ.




Το φέρι κάνει την τελευταία μανούβρα πριν να δέσει. Mε το μπιπ-μπιπ του αλάρμ πέφτει αργά ο καταπέλτης. Ο Μιχάλης Σκλαβούνος, ψηλός, μουσάτος, συμπαθητικός, είναι από τους πρώτους έτοιμος για αποβίβαση, με τρεις μεγάλες βαλίτσες δίπλα του. Η Σπυριδούλα Τσιγαρίδα, η μικροκαμωμένη γλυκιά κοπελίτσα με το μαύρο κολάν, τη μαύρη φανελίτσα και το σακίδιο είναι καβάλα στο βεσπάκι με τη μπαγκαζιέρα.



Ο πενηντάρης που καπνίζει και συζητάει με τον Στράτη τον ψαρά στην αποβάθρα είναι ο Κούλης Γεωργίου. Χαλαρός και σίγουρος για τον εαυτό του, παζαρεύει ένα μεγάλο φαγκρί. Για τον Κούλη ο κόσμος χωρίζεται στους έξυπνους και τα κορόιδα. Για την ακρίβεια, ο Κούλης είναι ο έξυπνος και οι άλλοι τα κορόιδα. Όλοι πάνε να τον γελάσουνε και όλους τους γελάει. Γι αυτό είναι το αφεντικό του νησιού. Ο μοναδικός εργολάβος οικοδομών, μεσίτης, ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ, πράκτορας της Εθνικής Τράπεζας και της Western Union.



Ο καταπέλτης πέφτει και βιαστικά ξεχύνονται οι άνθρωποι και τα λίγα οχήματα. Ο Κούλης σηκώνει το κεφάλι του και ξεχωρίζει το μπόι του Μιχάλη. Του κάνει νόημα να μείνει εκεί που βρίσκεται. Λέει στον Στράτη να πάει το φαγκρί στη γυναίκα του στο σπίτι και βαδίζει αργά, με τα χέρια στις τσέπες, προς το πρόχειρα παρκαρισμένο Cherokee.

Μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπροστά κάνει έναν γρήγορο ελιγμό και σταματάει μπροστά στο Μιχάλη. –Πέτα τα μέσα και ανέβα. Ο Μιχάλης βάζει τις βαλίτσες πίσω και κάθεται δίπλα στον Κούλη. –Πού είναι η δικιά σου; -Πίσω, με το μηχανάκι.

Ο Κούλης βλέπει στον καθρέφτη τη Σπυριδούλα και βάζει μπροστά. –Θα σας πάω στο διαμέρισμα που σας έλεγα. Δυαράκι, επιπλωμένο και φτηνό. Δυόμισι κατοστάρικα μόνο. Και καινούργιο, τσίλικο. Τώρα το τελείωσα, είσαστε οι πρώτοι.

Φτάνουν σε ένα τριώροφο, σχεδόν γιαπί. –Αυτό είναι. Θα σας πάω πάνω να σας δείξω το διαμέρισμα. Τα κλειδιά δικά σας. Δύο ζευγάρια.

Ο Κούλης παίρνει τη μια βαλίτσα και ο Μιχάλης τις άλλες δύο. Η Σπυριδούλα αφήνει το βεσπάκι και πλησιάζει με το σακίδιο στην πλάτη. Ο Κούλης της δίνει τη βαλίτσα. –Κάνε σε παρακαλώ τον κόπο γιατί μ’ έχει ταράξει η μέση.

Ο Κούλης έχει φύγει και τα παιδιά τακτοποιούν μερικά πράγματα στη ντουλάπα. Η Σπυριδούλα χαϊδεύει τα μαλλιά του Μιχάλη. –Πώς το βλέπεις το διαμέρισμα μωρό μου; -Μάπα. –Εντάξει, δεν θα το παντρευτούμε, ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε. –Τσίλικο λέει. Για τον πούτσο.

Ο Κούλης έχει καλέσει τα παιδιά το βράδυ σπίτι για τα καλωσορίσματα. Τους έχει πουλήσει το μαγαζί, το μικρό καφέ και τους νοικιάζει και το σπίτι. Τώρα θέλει να τους δείξει ότι είναι κιμπάρης. Το μεγάλο φαγκρί θυσία στην εικόνα του κουβαρντά.

Τα παιδιά φτάνουν στο σπίτι με ένα γαλακτομπούρεκο που πήραν από τον φούρνο της Φλώρας. Η Ρένα, η γυναίκα του Κούλη, τους υποδέχεται. Της δίνουν το γαλακτομπούρεκο. –Δεν ήταν ανάγκη βρε παιδιά. Από την Φλώρα, ε; Ο Κούλης επεμβαίνει. –Από την Φλώρα θα παίρνετε τα ψωμάκια και τις πίττες. Έχει καλά πράγματα η Φλώρα. Και καλές τιμές. Ξέρει ότι είσαστε δικοί μου.

Στο μικρό καφέ με την επωνυμία Μουράγιο, Σπυριδούλα και Μιχάλης καθαρίζουν και ταχτοποιούν από πολύ πρωί. Έχουν πάρει και ζύμες από τη Φλώρα να τις δοκιμάσουν. –Μιχάλη πώς σου φαίνονται οι ζύμες; -Μάπα.

Η ώρα έχει πάει δέκα και στο καφέ μπαίνει ο Κούλης με τον αέρα ιδιοκτήτη. –Καλορίζικο. Πώς πάει, καλά; Ο Μιχάλης δε μιλάει. Η Σπυριδούλα απαντάει χωρίς να στρέψει το κεφάλι. –Καλά. -Θα μου κάνετε ένα καφεδάκι; Ένα φρέντο με δύο ζάχαρες. –Δεν έχουμε ανοίξει κανονικά. Δεν έχει ζεσταθεί η μηχανή. –Τότε ένα φραπέ γλυκό.

Ο Μιχάλης φτιάχνει το φραπέ. –Τι χρωστάω; -Κερασμένο. –Έλα τώρα. Για τα καλορίζικα. Πόσο κάνει; -Ογδόντα λεπτά. Ο Κούλης δείχνει ενοχλημένος. –Ογδόντα λεπτά; Όχι ρε παιδιά. Χαλάτε την πιάτσα. Ενάμισι τον έχουνε όλοι. Μην τα κάνετε αυτά, θα σας την πέσουν οι άλλοι. Ο Μιχάλης είναι κοφτός. –Εγώ τον φραπέ τον δίνω ογδόντα λεπτά.
Δυο μέρες μετά. Ο Κούλης μπαίνει στο Μουράγιο. Είναι μόνη της η Σπυριδούλα. –Καλημέρα. Ο δικός σου δεν είναι εδώ; -Πήγε στο πλοίο να παραλάβει ζύμες. –Ζύμες; Δεν παίρνετε από την Φλώρα; -Δε μας αρέσουνε της Φλώρας. –Δε σας αρέσουνε; Εδώ είναι νησί. Όταν έχει καιρό μπορεί να κάνει και είκοσι μέρες να πιάσει καράβι. Θα ξεμείνετε. Μην κάνετε εξυπνάδες. Τέλος πάντων, μικροί είσαστε, θα μάθετε. Φτιάξε μου ένα φρέντο. Και ένα νεράκι. –Νεράκι στο ψυγείο. –Μπορείς να μου το πιάσεις σε παρακαλώ; Δε μπορώ να σκύψω, αυτή η μέση με έχει πεθάνει. Η Σπυριδούλα σκύβει να πιάσει το νερό. Ο Κούλης την αιφνιδιάζει με μια παλαμιά στον πεταχτό πισινούλη με το κολάν. –Τι κάνεις εκεί ρε; Ο Κούλης χαζογελάει. –Δε μπόρεσα να κρατηθώ. –Πάρε δρόμο αμέσως μην έρθει ο Μιχάλης και σε αρπάξει. –Σιγά τον άντρα τον σκληρό. Εγώ θα το φάω το γλυκό μου, ο κόσμος να χαλάσει. Εδώ είναι νησί και το νησί είναι ο Κούλης.

Λίγες μέρες μετά. Ο Μιχάλης με ένα καλάμι ψαρεύει στο λιμάνι, μπροστά στο μαγαζί του Κούλη. Είναι οχτώ και είκοσι η ώρα, όταν φτάνει ο Κούλης με το τζιπ του. Παρκάρει, βλέπει τον Μιχάλη και τον πλησιάζει. –Τι έγινε, το κλείσαμε το μαγαζί; -Είναι η Σπυριδούλα. –Κι εσύ τι κάνεις, ξεπαστρεύεις τη μαρίδα; -Μπορεί. Ο Κούλης σηκώνει τους ώμους. –Ότι πεις αφεντικό. Ο Κούλης πάει να ανοίξει το μαγαζί του. Ο Μιχάλης κοιτάζει το ρολόι του.

Ο Μιχάλης είναι για ψάρεμα όπως κάθε μέρα από τότε που ανακάλυψε αυτό το ευχάριστο σπορ. Καθώς δολώνει, στην προβλήτα πλησιάζει ένα φουσκωτό με τρία άτομα που φορούν στολές κατάδυσης, μάσκες και αναπνευστήρες. Οι δύο κρατάνε ψαροντούφεκα ενώ ο τρίτος είναι στο πηδάλιο. Ο Μιχάλης στρέφει το κεφάλι του, τους κοιτάζει φευγαλέα, ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του που δείχνει οχτώ και τριάντα και περνάει το δόλωμα στ’ αγκίστρι.

Οι δύο άντρες με τα ψαροντούφεκα, ξυπόλητοι, περνάνε τον δρόμο και μπαίνουν στο μαγαζί του Κούλη. Μετά από οχτώ λεπτά βγαίνουν και πηδάνε στο φουσκωτό όπου τους περιμένει ο τρίτος με αναμμένη τη μηχανή.

Η ώρα είναι δέκα. Στο Μουράγιο έχει πέσει δουλειά με καφέδες για έξω. Στο καφέ μπαίνει ο γιος του Στράτη, ο Κώστας αναστατωμένος αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει κάποιον ενθουσιασμό. –Την πέσανε στον Κούλη! -Πώς την πέσανε; -Τον ληστέψανε κάτι ψαροντουφεκάδες. –Ψαροντουφεκάδες; Πού; -Στο μαγαζί του. Τον χώσανε σ’ ένα βαρέλι φέτα και του πήρανε από την κάσα πενήντα-εξήντα, κάπου εκεί. –Μια ζωή να χτυπάγανε ροφούς δε θα βγάζανε τόσα. –Και τι γίνεται τώρα; -Έρχεται λέει αστυνόμος από τον Πειραιά για την ανάκριση.

Η Κική Καλογήρου, βέρα Πειραιώτισσα, σου δίνει κατευθείαν την εικόνα της κολοπετσωμένης μαγκίτισας. Υπαστυνόμος, ετών τριανταπέντε, δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει. Έχοντας διαβάσει τουλάχιστον είκοσι φορές το «Έγκλημα και Τιμωρία» και έχοντας μελετήσει βαθειά το κλασικό εγχειρίδιο εγκληματολογίας του κοσμήτορα του Πανεπιστημίου της Μόσχας Γκεόργκι Σκιανόφ, θεωρείται ανατέλλων αστέρας της υπηρεσίας δίωξης κοινού εγκλήματος.

Από τους πρώτους μάρτυρες που ανέκρινε η Καλογήρου για την υπόθεση Κούλη Γεωργίου ήταν ο Μιχάλης Σκλαβούνος ο οποίος είδε αλλά δεν πρόσεξε. Για την γάτα Καλογήρου δεν είναι περίεργο που ένας νέος εικοσιεφτά χρονών με τα «στον κόσμο του» χαρακτηριστικά του Μιχάλη δε δίνει σημασία σε δύο ψαροντουφεκάδες με πλήρη εξάρτηση που μπαίνουν σε ένα σούπερ μάρκετ ή και πρακτορείο τράπεζας. Ομοίως της είναι απόλυτα κατανοητό ότι μια αγράμματη ηλικιωμένη παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλη τη σκηνή και ήταν πρόθυμη να μαντέψει τα χαρακτηριστικά ανθρώπων που φορούσαν στολή και μάσκα και βρισκόντουσαν σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων από το παράθυρό της.

Παρ’ όλα αυτά, η διαίσθηση της Καλογήρου της λέει ότι ο Μιχάλης κάτι ξέρει. Αυτή την διαίσθηση τη μοιράζεται και το θύμα, ο ταπεινωμένος, έκπληκτος και έξαλλος Κούλης Γεωργίου που η προκατάληψή του δεν τον αφήνει να βγάλει αυτόν τον άχρηστο νεαρό από το μυαλό του.

Μέσα σε δεκαπέντε μέρες η υπόθεση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Το καφέ Μουράγιο δουλεύει κανονικά και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις του αφεντικού του νησιού, δουλεύει καλά. Ώσπου ένα πρωί, κατά σύμπτωση την ώρα που ο Μιχάλης είναι στο ψάρεμα, ο Κούλης επισκέπτεται την Σπυριδούλα. –Τι θέλεις εσύ εδώ; Ο Κούλης είναι σκοτεινός και απειλητικός. –Ήρθα να σου πω δυο λόγια για να συνεννοηθούμε. –Τι λόγια; -Λοιπόν, ο δικός σου μου έκατσε άσχημα από την αρχή. Μετά από όσα έγιναν το έψαξα το πράγμα, με δικούς μου ανθρώπους. Για καλή σας τύχη δε βρήκα ακόμα τίποτα. Έμαθα όμως κάποια πραγματάκια. –Λοιπόν! -Λοιπόν ο δικός σου και η μανούλα σου ήταν μαζί στο τρελάδικο. Εντάξει; Η Σπυριδούλα γίνεται κατάχλωμη. –Και σένα τι σε νοιάζει; -Με νοιάζει γιατί εγώ θα σε πηδάω όποτε και όπως γουστάρω. Αλλιώς είσαστε τελειωμένοι. Όλο το νησί θα μάθει τι κουμάσια είσαστε.

Ο Κούλης Γεωργίου περιμένει στην αποβάθρα τον πελάτη που του τηλεφώνησε από την Αθήνα. Έχει ξαναβρεί πλήρως την σιγουριά του και το αλαζονικό ύφος του, έτσι όπως συμβαίνει πάντα με τα παλιοτόμαρα του είδους του. Φοράει το μαύρο γυαλί του, κρατάει ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα και ακουμπάει πάνω στο Cherokee του.

Από το πλοίο βγαίνει με το μαύρο γυαλί, το ακριβό σπορ ντύσιμο και τον δερμάτινο χαρτοφύλακα ο δικηγόρος Νίκος Καπόζης που έχει συστηθεί τηλεφωνικά σαν Γιώργος Παπαδόπουλος.

Ο Νίκος πάει προς το μέρος του Κούλη και τον χαιρετάει με χειραψία. –Παπαδόπουλος. –Χαίρω πολύ, Γεωργίου.

Την προηγούμενη μέρα, με ένα ειδικό βανάκι, είχαν φτάσει στο νησί ο Βαγγέλης Γκάτσης και πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο ο Θανάσης Χριστόπουλος. Πήγαν κατευθείαν στα ενοικιαζόμενα της Βασιλικής Τουμπακάρη που τους περίμενε. –Ο κύριος Παύλου; –Μάλιστα. Και ο αδερφός μου Σωτήρης. –Καλώς ήρθατε. Έχουμε προνοήσει για όλα. Υπάρχουν όλες οι σχετικές ευκολίες, ράμπες, ειδική τουαλέτα, ξέρετε, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. –Ευχαριστώ, το γνωρίζω. –Θα μείνετε πολύ; -Σας είπα και στο τηλέφωνο ότι θα εξαρτηθεί από τον αδερφό μου. Δυστυχώς πάσχει από ακαθησία. –Ακαθησία; Ω, κατάλαβα, λέει η Τουμπακάρη που δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα. Ο Βαγγέλης που η κοψιά του είναι κατά περίεργο τρόπο ολόιδια με τον πιο μεγαλόσωμο από τους δύο ψαροντουφεκάδες, άνοιξε την πίσω πόρτα του βαν και έβγαλε τον Θανάση με το αμαξίδιο.

Σε μια ράχη του νησιού, ο Κούλης Γεωργίου και ο Νίκος Καπόζης χαζεύουν τη δύση. –Μαγεία κύριε Παπαδόπουλε, ε; Και από την άλλη το πρωί την ανατολή. Πέντε στρέμματα, το φιλέτο του νησιού. Δεν περιμένατε τίποτα καλύτερο, έτσι; -Και από τιμή; -Αφήστε το πάνω μου. Αυτοί ζητάνε τρελά πράγματα, ένα γέρος ξεμωραμένος, καταλαβαίνετε, αλλά εδώ μιλάει ο Κούλης. Θα το κανονίσουμε.

Το βανάκι σταμάτησε λίγο παρακάτω. Ο Βαγγέλης Γκάτσης έβαλε μια φωνή. -Μια ερώτηση! Ο Νίκος Καπόζης κινήθηκε προς το μέρος του. Τον ακολούθησε ο Κούλης. Ο Καπόζης σκύβει στο ανοιχτό παράθυρο του οδηγού. –Ότι θέλετε στον κύριο. Εγώ είμαι ξένος. Ο Καπόζης αποσύρεται από το παράθυρο και την θέση του παίρνει ο Κούλης. Ο Βαγγέλης είναι γρήγορος. Η ένεση χτυπάει τον Γεωργίου στο λαιμό. –Τι… Αυτό ήταν. Ο Θανάσης πετάγεται από το αμαξίδιο σαν έμπειρος σκεϊτάς και στη θέση του φορτώνουν τον αναίσθητο Κούλη. Τα δύο αυτοκίνητα ξεκινούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το τζιπ του Κούλη το οδηγεί ο Καπόζης με συνοδηγό τον Θανάση.

Στο μεγάλο χωματόδρομο περιμένει η νταλίκα του πρακτορείου που κάνει τις μεταφορές στο νησί. Πίσω της σταματάει το τζιπ του Κούλη. Ο Καπόζης κατεβαίνει και μιλάει στον οδηγό που έχει κατεβάσει τη ράμπα.

Στο βραδυνό πλοίο επιβιβάζονται οι αδερφοί Παύλου με το βανάκι, ο κύριος Παπαδόπουλος με τον φίλο του Δουλγέρογλου και η νταλίκα του αλβανού πράκτορα μεταφορών.

Ο Κούλης Γεωργίου, το Μεγάλο Αφεντικό, εξαφανίστηκε μαζί με το αμάξι του και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ. Η υπόθεση αυτή συζητιέται ακόμη και σήμερα αλλά δεν πολυστενοχώρεσε κανέναν, ούτε καν την κυρία Ρένα. Το καφέ Μουράγιο είναι σημείο αναφοράς στο νησί και τα παιδιά έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε δικό τους σπιτάκι σε μια όμορφη πλαγιά. Έχουν ένα μπόμπιρα και ένα σκύλο.

Η υπαστυνόμος Καλογήρου παραιτήθηκε μετά από την παταγώδη αποτυχία της στην υπόθεση Γεωργίου και άνοιξε ένα όμορφο κουτούκι στη Δραπετσώνα όπου συναντιούνται καμιά φορά για ψαράκι τηγανητό και ρετσίνα οι παλιόφιλοι Μιχάλης, Νίκος, Βαγγέλης και Θανάσης. Η ταβερνιάρισσα, την ώρα της παραγγελίας, τους ρίχνει μια διφορούμενη ματιά.