Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Η ΣΤΡΩΜΑ



Μόλις το Νισάν του Αλέξανδρου του παλιατζή, του καλού παιδιού, έστριψε στην Χρυσοστόμου Σμύρνης, η Βασιλική φώναξε: μια στρώμα!

Ο Θανασάκης ο μικρός από πίσω διόρθωσε: ένα στρώμα ρε μάνα! Μια στρώμα, ένα στρώμα, τρέξε Φιτίμ να το πάρεις πριν μας το αρπάξουνε, είπε η Βασιλική, στη γλώσσα της, στον Αλέξανδρο που τον φωνάζανε Βαγγέλα αλλά εκεί που γεννήθηκε ήταν γραμμένος σαν Φιτίμ.

Ο Βαγγέλας γούρλωσε τα μάτια με το στρώμα του κουτιού που ήταν μάλιστα μέσα σε νάιλον. Το άρπαξε και το έδεσε στην καρότσα.

Να το πας στον Νικηφόρο, του λέει η Βασιλική. Τι να το κάνει ο Νικηφόρος, αυτός πουλάει καινούργια. Μα αυτό είναι κατακαίνουργιο, επιμένει η Βασιλική.

Επειδή πάντα στο τέλος περνάει της Βασιλικής, η στρώμα έφτασε στον Νικηφόρο που απόρησε: από πού το τσουρνέψατε;

Δεν τσουρνέβω εγώ βρε, θύμωσε ο Βαγγέλας. Μου το ‘δωκε πελάτης. Το θες ή να το πάω παρακάτω;

Τέλος πάντων, θα το πάρω. Ένα πενηντάρικο.

Τι πενηντάρικο, αυτό κάνει δυο χήνες, λέει ο Βαγγέλας που είχε βάλει τον Θανασάκη να το ψάξει στο κινητό.

Δυο χήνες; Κάγχασε ο Νικηφόρος. Πήγαινέ το παρακάτω.

Εντάξει βρε, δεν σου ζητάω δυο χήνες, έμπορος είσαι, δυο κατοστάρικα όμως είναι για το συφέρο σου.

Εβδομήντα και τέλος είπε ο Νικηφόρος και του γύρισε την πλάτη.

Πάρτο ρε τσιφούτη, είπε ο Αλέξανδρος-Βαγγέλας-Φιτίμ. Δώσε ογδόντα και πάρτο.

Έδωσε εβδομηνταπέντε ο Νικηφόρος που είχε και  e-shop και το έβγαλε στο ίντερνετ σαν ευκαιρία – καινούργιο σε μισή τιμή, χίλια και διακόσια πενήντα παρακαλώ.

Την είδε την προσφορά ο Αλέξανδρος, όχι ο παλιατζής αλλά ο Γρηγορίου, καθηγητής στο πανεπιστήμιο που έψαχνε για καινούργιο στρώμα και το παράγγειλε.

Μόλις το φέρανε, η γυναίκα του η Ειρήνη σχολίασε μαζεμένη: ίδιο με το προηγούμενο είναι.

Ναι, έκοψε την κουβέντα απότομα ο Αλέξανδρος.

Ο οποίος Αλέξανδρος είχε πιάσει πριν δυο μέρες τη γυναίκα του στα πράσα με τον κουμπάρο και πέταξε το στρώμα του κρεβατιού τους. Επειδή όμως ήταν αδύναμος χαρακτήρας και εξαρτημένος από την Ειρήνη, πες πως την αγάπαγε κιόλας, την συγχώρεσε σχεδόν αμέσως.

Από κει και πέρα ανέλαβε το κάρμα. 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ

 


Τον Μίλτο δεν τον πήρε από κάτω. Έτσι έλεγαν οι δικοί του και οι φίλοι του που περίμεναν ότι μετά το ατύχημα τα πράγματα θα ήταν δύσκολα.

Ο Μίλτος και η Μαρία γνωριζόντουσαν από παιδιά. Δεκαπέντε χρόνια ήταν μαζί, από τα δεκαπέντε τους. Αυτοκόλλητοι. Μαζί στη δουλειά στο ταχυδρομείο, μαζί στο σπιτάκι της Πανόρμου, μαζί στις μεγάλες βόλτες με την χιλιάρα.

Έκαναν παρέα με όλον τον κόσμο, πρόσχαρα παιδιά, ανοιχτά, με τα τραγούδια τους, τις κιθάρες, τις μπύρες και τα τσίπουρα, τα τσιγαριλίκια όταν έπρεπε, έτοιμοι να συντρέξουν τον καθένα που ζητούσε ένα χέρι για βοήθεια. Ένα χέρι ζητούσε ο άλλος, τέσσερα του πρόσφεραν. Γι αυτό τους αγαπούσαν οι πάντες.

Τη μέρα του ατυχήματος η χιλιάρα λαμποκοπούσε. Ο Μίλτος την πρόσεχε πολύ. Ούτε γρατζουνιά δεν είχε η μηχανή. Και σαν οδηγός ήταν μάγκας. Δεν οδηγούσε ποτέ πιωμένος και όταν μπλέκανε σε τίποτε γλέντια, ξεραινόντουσαν στον ύπνο και συνεχίζανε τη βόλτα μετά, με το κεφάλι καθαρό.

Τη μέρα εκείνη γύρναγαν από τη δουλειά και είπαν να περάσουν μια βόλτα από την Πεντέλη, να αράξουν και να δουν τα χρώματα από το ηλιοβασίλεμα. Στην επιστροφή για το σπίτι η χιλιάρα πάτησε λάδια και έφυγε απ’ τον δρόμο. Ο Μίλτος έπεσε στο συρματόπλεγμα και δεν έπαθε σχεδόν τίποτα, η Μαρία χτύπησε στην κολόνα και το παλιό κράνος δεν άντεξε.

Στην κηδεία ο Μίλτος έμεινε αμίλητος και αδάκρυτος. Χαιρέτησε με ευγένεια όλους, τους πολλούς, που πήγαν να αποχαιρετήσουν το Μαράκι. Γύρισε μετά στο σπίτι, μάζεψε τα ρούχα και τα πράγματα της αγάπης του και τα έβαλε σε δυο μεγάλες κούτες για να τα δώσει. Τις φωτογραφίες τις τυπωμένες τις μάζεψε σ’ ένα κουτί, μαζί μ’ ένα στικάκι που είχε όλες τις ηλεκτρονικές. Αυτά τα ανέβασε στο πατάρι. Ήπιε ένα μπουκάλι τσίπουρο και κοιμήθηκε.

Την άλλη μέρα πήγε στη δουλειά και μετά πέρασε από το μάστορα που είχαν μεταφέρει τη χιλιάρα. Σε μια βδομάδα η μηχανή ήταν έτοιμη.

Η ζωή του Μίλτου μπήκε ξανά στις ράγες της, σα να μην είχε βγει ποτέ από αυτές. Σπίτι, δουλειά, βόλτα με τη χιλιάρα. Υιοθέτησε και μια μικρή σκυλίτσα, την Ραλού που την κουβάλαγε πάντα μαζί του σ’ ένα μάρσιπο.

Και τα χρόνια πέρασαν. Οι βόλτες με τη χιλιάρα, πότε σε βουνό, πότε σε θάλασσα, με τον Μίλτο να παίρνει μαζί του την Ραλού, την κονσέρβα της, μια μπύρα, καφέ και νερό και να βγάζει τη νύχτα σε υπνόσακο, μαζί με τη σκυλίτσα του. Το πρωί, με το που χάραζε, έκανε μια βόλτα με τη Ραλού και μετά ανέβαιναν στη χιλιάρα για τη δουλειά.

Εκείνο τη νύχτα την είχαν βγάλει στην παραλία. Το πρωί ο Μίλτος μπήκε να βουτήξει τα πόδια στη θάλασσα και η Ραλού τον ακολούθησε όπως πάντα. Το νερό ήταν καθαρό, κρυστάλλινο. Σε μια στιγμή ο Μίλτος κοντοστάθηκε και κοίταξε τον βυθό. Ξεχώρισε ένα βότσαλο. Έσκυψε, το ‘πιασε και το στέγνωσε τρίβοντάς το πάνω στο ρούχο του. Το έβαλε στην τσέπη του και φώναξε την Ραλού να φύγουνε.

Εκείνη τη μέρα δεν πήγαν στη δουλειά. Γύρισαν στο σπίτι και ο Μίλτος κατέβασε την κούτα από το πατάρι. Έψαξε και βρήκε το βότσαλο. Ένα βότσαλο σχεδόν δίδυμο με κείνο που μάζεψε στη θάλασσα, μαζεμένο κι αυτό πριν περίπου δέκα χρόνια από την  παραλία της Χηλής στην Αλεξανδρούπολη. Το είχε βρει η Μαρία που του άνοιξε την παλάμη και το άφησε μέσα. Ήταν ένα ωραίο βότσαλο σε σχήμα καρδιάς.

Έβαλε τα δυο βότσαλα, το ένα δίπλα στ’ άλλο, στο κομοδίνο. Ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι και κοιμήθηκε, έναν ύπνο βαρύ και πηχτό. Το πρωί πήγε την Ραλού στον φίλο του τον Σπύρο, το μάστορα με το συνεργείο, και τον παρακάλεσε να του την κρατήσει για κάνα-δυο μέρες. Ο Σπύρος δέχτηκε ευχαρίστως και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις γιατί ήταν άνθρωπος διακριτικός.

Ο Μίλτος γύρισε στο σπίτι, ήπιε τα υπόλοιπο ουίσκι και άνοιξε δεύτερο μπουκάλι. Κοιμήθηκε και το βραδάκι ξεκίνησε για Λαύριο. Έφτασε στο λιμάνι και οδήγησε μέχρι την προβλήτα. Άφησε τη χιλιάρα, έβγαλε το μπουκάλι το ουίσκι και το άδειασε γρήγορα. Ανέβηκε στη μηχανή και μαρσάρισε με μανία. Στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα έλαμπε μια μεγάλη καρδιά.

Το πρωί ένοιωσε μια γλώσσα να του γλύφει το πρόσωπο. Πήγε ν’ ανοίξει τα μάτια του και το φως τον τύφλωσε. Με κόπο ξεχώρισε τα γαλάζια μάτια του Σπύρου που τον κοίταζαν. Ο ήλιος, ο φίλος και ο σκύλος του ήταν εκεί. Μια καινούργια μέρα ήταν εκεί. Ανασηκώθηκε στο παγκάκι. Πάμε για καφέ;

Είπε.