Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΞΩΤΙΚΟ


Η Αντούσια πήρε θέση δίπλα στον έτοιμο για νανούρισμα παππού, καθισμένη στο καρεκλάκι της.

-Λοιπόν παππού, θα μου δώσεις εκείνο το βραβείο που μου έλεγες;

-Σου έχω τάξει βραβείο;

Η Αντούσια αγανάχτησε:

-Παππού, τόσο γρήγορα ξεχνάς τι τάζεις; Εσύ δε μου έλεγες μη τάξεις σε άγιο κερί…

-Και σε παιδί κουλούρι.

-Δε θέλω κουλούρι παππού. Κουλούρι τρώω έτσι κι αλλιώς.

Ο παππούς, πάντα ξαπλωμένος και με κλειστά τα μάτια έσκασε ένα χαμόγελο:

-Δε ξέχασα την υπόσχεση. Θα πάρεις το βραβείο της καλύτερης νανουρίστριας.

-Ναι αλλά τις ιστορίες τις λες εσύ παππού. Έτσι νανουρίζεσαι.

-Σωστά. Μόνο που αν δεν ήσουν εσύ σε ποιον θα έλεγα τις ιστορίες μου;

-Πες την ιστορία λοιπόν και τα λέμε μετά για το βραβείο. Αλλά μη μου την πεις πολύ κοιμισμένα. Βάλε λίγο…

-Χρώμα στη φωνή μου. Ξέρω. Στο τέλος όμως θα κάνω fade out.

-Τι είναι πάλι αυτό; Όλο αστεία μου κάνεις παππού και δε μ’ αρέσει.

-Τέλος πάντων. Θα προσπαθήσω. Χρώμα θέλεις, χρώμα θά ‘χεις. Όταν ήμουνα λοιπόν νέος, πέρασα μια φάση μυστική στη ζωή μου. Έψαχνα την επαφή με το Θεό.

-Με το Θεό; Εσύ δεν ήσουνα κομμουνιστής παππού;

-Με το Θεό, με το Σύμπαν, ήθελα μια επικοινωνία πάνω από την ανθρώπινη. Έχουν και οι κομμουνιστές αυτές τις στιγμές, της ανασφάλειας και της αδυναμίας.

-Περίεργο. Νόμιζα πως ήσουνα ήρωας παππού.

-Κι εγώ αυτό νόμιζα. Δεν ήμουνα όμως. Η ψυχή μου ήταν ανήσυχη. Έπαιρνα σβάρνα λοιπόν τα μοναστήρια, έκανα τάματα και περπατούσα χιλιόμετρα για να τα εκπληρώσω.

-Πρέπει να κάνω κι εγώ χιλιόμετρα; Μα είμαι μικρή.

-Εσύ θα κάνεις αυτό που ζητάει η ψυχούλα σου. Είμαι σίγουρος για σένα γιατί…

-Είμαι το καλύτερο παιδί του κόσμου. Αυτό είναι ψέμα παππού και δεν πρέπει να λέμε ψέματα. Η μαμά λέει ότι κάνω αταξίες και είμαι γκρινιάρα.

-Και λοιπόν; Τι παιδάκι θα ήσουνα χωρίς αταξίες και γκρίνια; Όπως και νά ‘χει, τότε αυτά έκανα. Μια μέρα λοιπόν, ήταν Κυριακή πρωί και όπως κάθε Κυριακή εκείνο τον καιρό ανηφόριζα για το μοναστήρι της Πεντέλης. Εκεί που ήταν η ναυτική βάση και τώρα είναι το ωραίο παρκάκι που πηγαίνουμε βόλτες…

-Και που μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερο παππού. Έτσι δε μου λες;

-Έτσι. Τέλος πάντων, δεν αφήνεις τίποτα να πέσει χάμω. Στο σημείο αυτό λοιπόν βλέπω δίπλα μου μια μικρόσωμη σκυλίτσα που πρέπει να ήταν και έγκυος. Η σκυλίτσα ήταν απίστευτα άσχημη, αλλόκοτη, σαν ξωτικό.

-Τρόμαξες που την είδες παππού;

-Καθόλου. Ήταν πολύ συμπαθητική. Τα αυτιά της ήταν όρθια και μυτερά, δυσανάλογα μεγάλα για το μικρό της σώμα, το τρίχωμά της ήταν λίγο και φαγωμένο, το χρώμα της ήταν θαμπό άσπρο με κάτι μαύρες βούλες σαν της ύαινας και το σουλούπι της ήταν σαν κογιότ.

-Τι είναι το κογιότ;

-Τα κογιότ είναι σαν τα τσακάλια. Ας πούμε μικροί λύκοι. Ζουν στην Αμερική. Όταν πεινάσουν μπαίνουν και στις πόλεις και τρώνε μικρά ζώα. Οι άνθρωποι τα κυνηγούν.

-Είναι τόσο κακά τα κογιότ παππού;

-Τι να σου πω; Πεινασμένα είναι. Κι εμείς δεν τρώμε κρέας;

-Ναι. Τα κογιότ είναι πιο κακά από τους ανθρώπους;

-Αχ βρε Αντούσια. Ένας γερο-παππούς είμαι, όχι κανένας σοφός. Δε ξέρω να σου απαντήσω.

-Τότε συνέχισε την ιστορία.

-Η μικρή σκυλίτσα που λες, το ξωτικό, μου έκανε παρέα σε όλη τη διαδρομή. Όταν φτάναμε σε σταυροδρόμι, έλεγχε τη διάβαση και περνούσε με ασφάλεια. Μέχρι να φτάσουμε πάνω, την είχα αγαπήσει. Δεν είχα ξαναδεί τόσο λογικό και συναισθηματικό ζώο.

-Και μετά; Τι έγινε με το ξωτικό παππού; Το πήρες στο σπίτι σου;

-Θα το έπαιρνα σίγουρα. Όμως, λίγο πριν φτάσουμε στο μοναστήρι, ακούστηκαν πολλά γαυγίσματα από σκυλιά. Πρέπει να ήταν κοπάδι.

-Και τι έγινε;

-Πριν να το καταλάβω το ξωτικό εξαφανίστηκε. Ίσως έφυγε για να γλιτώσει από την αγέλη. Ίσως ήταν φίλοι της και πήγε να τους συναντήσει.

-Λυπήθηκες παππού;

-Λυπήθηκα αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι μία τόσο έξυπνη σκυλίτσα έκανε αυτό που ήταν σωστό για κείνη και για τα σκυλάκια που θα γεννούσε.

-Αυτή ήταν η ιστορία; Πολύ λυπητερή παππού.

-Καθόλου. Το ξωτικό μου έδειξε ότι στη ζωή πρέπει να αποφασίζουμε και να κάνουμε αμέσως αυτό που θεωρούμε σωστό.

-Εγώ παππού θεωρώ πως είναι σωστό να μου πεις επιτέλους ποιο είναι το βραβείο μου.

-Χμ. Θα έλεγα ότι το καλύτερο βραβείο θα ήταν ένα σκυλάκι. Ένα όμορφο μικρό σκυλάκι.

-Τέλειο βραβείο παππού. Όμως δε θέλω ένα όμορφο σκυλάκι. Θέλω ένα σκυλάκι καλό και σοφό σαν το ξωτικό. 

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ, Η ΑΝΤΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Αφιερωμένο στον εκλεκτό φίλο Μάρκο

Κάθε βράδυ η μικρή Αντούσια νανουρίζει τον παππού της. Ο παππούς ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κλείνει τα μάτια. Η Αντούσια κάθεται δίπλα του στο μικρό ξύλινο καρεκλάκι της. Ο παππούς ρωτάει την Αντούσια: Ποιο είναι το καλύτερο παιχνίδι; Το ύπνο- ύπνο παππού απαντάει ανόρεχτα η Αντούσια που δεν της αρέσει ο ύπνος. Ο παππούς χαμογελάει και αρχίζει την ιστορία του, έχοντας πάντα τα μάτια κλειστά.

Μετά από πολλά-πολλά χρόνια, ας πούμε το 2050 ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός. Ο παππούς μάλλον θα βρίσκεται ψηλά και θα σε προσέχει Εσύ όμως θα είσαι μια όμορφη νεαρή κυρία.

Και ποιος θα μου λέει ιστορίες; Ρωτάει στενοχωρημένη η Αντούσια.

Αυτά θα τα πούμε στη συνέχεια. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε πώς θα είναι ο κόσμος. Οι άνθρωποι λοιπόν, σ’ αυτόν τον διαφορετικό κόσμο, θα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Στους συνηθισμένους και στους εκλεκτούς.

Κι εγώ σε ποια κατηγορία θα είμαι παππού;

Περίμενε, δε φτάσαμε εκεί. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δε θα έχουν λεφτά.

Δεν θα έχουν λεφτά παππού; Ανοίγει το στόμα με έκπληξη η Αντούσια. Και πώς θα αγοράζουν παιχνίδια στα παιδιά τους;

Εδώ είναι το ζήτημα κουκλίτσα μου. Παιχνίδια θα υπάρχουν, λεφτά δε θα υπάρχουν. Τα παιχνίδια δε θα έχουν την ποικιλία που βλέπεις τώρα στα μαγαζιά. Θα υπάρχουν κούκλες, αυτοκινητάκια, μπάλες, επιτραπέζια και άλλα, χωρίς όμως να είναι τόσα πολλά και διαφορετικά είδη. Τα παιχνίδια αυτά θα τα φτιάχνουν ρομπότ.

Ρομπόοτ!;

Μάλιστα. Ρομπότ θα φτιάχνουν και τα φαγητά που θα είναι σαν τις κροκέτες που τρώνε τα γατάκια και τα σκυλάκια, όπως και τα ποτά που θα είναι βασικά δύο ειδών, άσπρα και κόκκινα, με τρεις γεύσεις το καθένα.

Η Αντούσια στραβομουτσούνιασε. Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτός ο κόσμος παππού. Δεν τον κάνεις λίγο διαφορετικό;

Δυστυχώς δεν περνάει από το χέρι μου. Πάντως θα υπάρχουν και αυτοκίνητα, σαν κουβαδάκια, για να πηγαίνουν οι άνθρωποι βόλτα, βιβλία γραμμένα από ρομπότ, ταινίες…

Με ρομπότ;

Από ρομπότ με ρομπότ. Και θα υπάρχουν δρόμοι που θα τσουλάνε σαν τους κυλιόμενους διαδρόμους στα αεροδρόμια. Έτσι τους περιγράφει ένας παλιός συγγραφέας, ο Ασίμοφ.

Αυτό μ’ αρέσει! Έσκασε λιγάκι το χειλάκι της Αντούσιας. Και οι συνηθισμένοι άνθρωποι θα δουλεύουν χωρίς λεφτά παππού;

Εδώ είναι το ζήτημα. Δεν θα δουλεύουν καθόλου. Αντίθετα οι εκλεκτοί θα δουλεύουν με λεφτά, όπως γίνεται και τώρα. Θα φτιάχνουν μεγάλη ποικιλία από πράγματα, φαγητά, παιχνίδια, βιβλία, πίνακες, φεράρι, πόρσε, μερσεντές. Θα υπάρχουν σεφ, μετρ, μαέστροι, καλλιτέχνες και τεχνίτες κάθε είδους και θα είναι άνθρωποι. Εκλεκτοί φυσικά. Τα ρομπότ θα τα έχουν για βοήθεια. Για τις βαριές δουλειές.

Παππού αποφάσισα. Θα γίνω εκλεκτή.

Υπάρχει όμως ένα ζήτημα Αντούσια. Οι εκλεκτοί δεν μπορούν να έχουν σχέσεις και φιλίες με τους συνηθισμένους για να μη νοθεύονται τα συστήματα.

Δηλαδή παππού δε θα μπορώ να κάνω φίλους τα συνηθισμένα παιδάκια;

Δε θα είσαι παιδάκι τότε, θα είσαι μεγάλη.

Δε θα μπορώ να έχω φίλους τους συνηθισμένους μεγάλους; Κι εσύ παππού τι θα είσαι;

Εγώ… Μάλλον συνηθισμένος.

Αποκλείεται παππού. Εσύ λες ιστορίες. Και δεν είσαι ρομπότ. Αλλά αν είσαι συνηθισμένος εσύ και οι φίλοι μου τι θα γίνει;

Στον κόσμο αυτό θα υπάρχουν κανόνες. Αν παραβιάσεις τους κανόνες θα σε στείλουν εξορία στο φεγγάρι.

Εγώ λέω παππού να προετοιμαστούμε για το φεγγάρι. Όπως μου τα λες θα είναι σίγουρα καλύτερα εκεί.

Η Αντούσια περίμενε κάποια απάντηση αλλά δεν άκουσε παρά το ροχαλητό του παππού.

 

  

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΣΑΚΙ


Πώς έφτασα στα εβδομήντα ένα; Αδύνατο να το παραδεχτώ. Είμαι το παιδί που κλώτσαγε τη μπάλα στην αυλή του σχολείου και κουβαλάω ένα βαρύ σακί με πατάτες. Δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Το κουβαλάω και στον ύπνο μου. Με εμποδίζει να τρέξω. Δε μ’ αφήνει να κάνω κωλοτούμπες. Με λαχανιάζει. Πονάνε τα πόδια μου. Δε μου επιτρέπει να κοιτάξω στο καθρέφτη. Μου κατσικώθηκε όπως ο Γέρος της Θάλασσας στο φουκαρά το Σεβάχ το Θαλασσινό. Προσπαθώ να απαλλαγώ. Μάταια. Μερικές φορές λέω στον εαυτό μου ότι δεν κουβαλάω το κωλόσακο και νιώθω ελαφρύς. Τις περισσότερες φορές αυτό το κόλπο δε δουλεύει. Τότε λέω αμάν πια, να πέσω να τελειώσει το μαρτύριο. Να χαθώ εγώ, να χαθεί και το σακί. Φτάνει για μια τελευταία φορά να κλωτσήσω μια μπάλα όπως τότε. Δεκαπέντε χρονών, στην αυλή του σχολείου.