Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΙΚΤΗ

Πριν πάει στο πρακτορείο είπε να περάσει μια βόλτα από την χριστουγεννιάτικη αγορά, τα χασάπικα, τώρα που είχε στη τσέπη κάτι φράγκα που θα τά ‘παιζε βέβαια γιατί ως φαίνεται γύρισε επιτέλους ο τροχός. Δέκα ποντάρισε στο στοίχημα, ενενήντα κέρδισε και τώρα ετοιμαζόταν για τη μεγάλη ζαριά, να βάλει 100 και να βγάλει 1400. Αλλά, όσο νάναι, μια βόλτα στην αγορά θα την έκανε.

Το λοιπόν λιμπίστηκε κάτι φρέσκα συκωτάκια πουλιών, του τά ‘βαλαν σε μια μικρή σακούλα και τά ‘χωσε στη τσέπη του παλτού για να μην τα ξεχάσει στο πρακτορείο. Πήγε κι έπαιξε το στοίχημα, εγγλέζικες ομάδες που τις ξέρει καλά – εκεί δε γίνονται ζαβολιές και οι εκπλήξεις είναι καθαρές. Φαντάστηκε με το χιλιοπεντακοσάρι στη τσέπη του να νοικιάζει κουστούμι και φρέσκος – καθαρός να αριβάρει στο Χίλτον, όπως τις παλιές καλές εποχές, για να πάρει πρωινό. Τότε που ήταν ο Τόλης ο παίκτης. Πριν τον παίξουν οι γυναίκες και τον τελειώσουν.

Πήρε το δρόμο για το πανδοχείο. Το πρωί, όταν ξύπνησε, είχε κάτι σαν κρυάδες, λίγο ο λαιμός του, λίγο συνάχι. Τώρα ένοιωσε πάλι βαρύς. Πρέπει να ανέβαζε πυρετό.

Μόλις έφτασε, τον υποδέχτηκε ο πανδοχέας με το γαμπριάτικο κουστούμι του που τον στένευε αρκετά – πριν από σαράντα χρόνια του ερχόταν κουτί.

-Κύριε Τόλη, συγνώμη για την υπενθύμιση, αλλά είχαμε συμφωνήσει για κάθε βδομάδα και έχουν περάσει τρεις. Θα μπορούσατε;

-Βεβαιότατα κύριε. Λυπούμαι για την καθυστέρηση. Περίμενα κάποια χρήματα. Έχω λάβει ένα ποσόν αλλά θα έρθουν και άλλα. Αύριο θα σας εξοφλήσω.

-Εντάξει κύριε. Παρακαλώ μη μας ξεχάσετε.

Ανέβηκε με κόπο τα σκαλιά, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έβγαλε το παλτό και το κρέμασε στη καρέκλα. Πήγε στο λαβομάνο και έβαλε νερό στο ποτήρι. Ήπιε λίγο και ξάπλωσε, όπως ήταν, με τα ρούχα και τα παπούτσια.

Πέρασαν τρεις μέρες. Η γυναίκα του πανδοχέα γκρίνιαξε στον άντρα της.

-Αυτός μας δουλεύει Χαράλαμπε. Να πάμε να του τα ζητήσουμε κι αν δεν έχει να τον πετάξουμε κλωτσηδόν.

Ανέβηκαν επάνω, ο Χαράλαμπος με το κουστούμι και η κυρία του με τη ρόμπα. Χτύπησαν την πόρτα μα δεν πήραν απάντηση. Άκουσαν ένα άγριο ροχαλητό.

-Κοιμάται το πουλάκι μου. Άνοιξε Χαράλαμπε.

Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκαν μέσα. Το δωμάτιο βρωμούσε ιδρώτα αρρωστήλας, κατρουλήλα, απλυσιά, τσιγαρίλα και κάτι άλλο απροσδιόριστης προέλευσης..

-Άνοιξε το παράθυρο που να πάρει ο διάολος. Θα τον διώξουμε με τις κλωτσιές.

-Χωρίς να πάρουμε τα φράγκα; Είπε ότι έχει λάβει κάποια λεφτά. Να δούμε πού τα έχει.

-Θα τον κλέψουμε Χαράλαμπε;

-Τρελάθηκες; Θα πάρουμε τα χρωστούμενα.

Η κυρία με τη ρόμπα κοίταξε την εικόνα με την Παναγιά και το μικρό Χριστούλη στον τοίχο και έκανε ένα βιαστικό σταυρό.

-Θέμε συχώρα με.

Κοίταξαν γύρω τριγύρω δεν είδαν πορτοφόλι.

-Ας δούμε και στο παλτό.

Η κυρία του πανδοχέα έβαλε το χέρι της στη τσέπη του παλτού και αμέσως το τράβηξε με αηδία και αποστροφή.

-Τι σκατά είναι αυτό;

Έτρεξε στο λαβομάνο να πλυθεί βρίζοντας.

Ο Τόλης ο παίκτης ροχάλιζε.