Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ



Ήμουνα δεκαπέντε και μόλις είχα αλλάξει σχολείο, από το οικογενειακό Εικοστό στο μεγάλο και απρόσωπο Δέκατο. Είχα χάσει αυγά και πασχάλια, πολλά πράγματα ήταν διαφορετικά. Μέσα στα παράξενα ήταν και ότι ο απουσιολόγος, ο αδιαφιλονίκητος – για τους καθηγητές – καλύτερος μαθητής Σοφοκλής Σαραντέλης, έβαζε κάθε μέρα απουσία, για μήνες, σε κάποιον Σαουλίδη. Δε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε με αυτόν τον μαθητή φάντασμα – στο Εικοστό δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Τα πράγματα άρχισαν να ξεδιαλύνουν όταν ένα παιδί που ξεκίνησε τη χρονιά μαζί μας, ο Τάκης ο Σέμπος που είχαμε προλάβει να γίνουμε φίλοι, είχε πάψει να έρχεται σχολείο και ο Σαραντέλης του έβαζε βέβαια καθημερινά απουσία. Εμείς μάθαμε ότι ο Σέμπος είχε επιστρέψει με μεταγραφή στην Τρίπολη απ’ όπου είχε έρθει. Στο δεινοσαυρικό Δέκατο δεν παίρνανε χαμπάρι από μεταγραφές. Ο Σαραντέλης εξακολουθούσε να βάζει απουσίες σε Σέμπο και Σαουλίδη.

Η τύχη τόφερε να γνωρίσω τον Στέλιο τον Σαουλίδη δεκατρία χρόνια αργότερα στους υπέροχους δυόμιση μήνες που δούλεψα στο Κάστρο της Πύλου με το συνεργείο του Νίκου Βουλγαράκη. Ο Στέλιος με ηρεμία γκουρού, πράος αλλά και αποτελεσματικός στη δουλειά, μόνιμος οινοχόος στα βραδινά τσιμπούσια γύρω από το αυτοσχέδιο τραπέζι με τις χοντρές τάβλες που φιλοξενούσε σχεδόν πάντα και κάμποσους τουρίστες. Ο Στέλιος με την νταμιτζάνα και τον ώμο για υπομόχλιο να χύνει κρασί στα ποτήρια μας.

Αυτή την εικόνα διατήρησα ζωντανή μέχρι που τον ξανασυνάντησα τριάντα χρόνια μετά στην κηδεία της Ελένης Βουλγαράκη. Φορούσε νομίζω κάποιο κολάρο. Είχα μάθει ότι είχε αρρωστήσει από καρκίνο. Μετά από λίγους μήνες πέθανε.

Δεν ήταν φυσικά ο μόνος συμμαθητής που μας άφησε. Με τον Στέλιο ήμασταν εικονικοί συμμαθητές ελέω δεκατικής γραφειοκρατίας. Με τον Γεωργόπουλο που σκοτώθηκε στη θητεία του στο Ναυτικό, με τον Καγιαλή που πέθανε από ναρκωτικά, με τον Παρασκευά τον Άνθη, ήμασταν συμμαθητές στο Εικοστό. Η είδηση για τον χαμό από σκλήρυνση κατά πλάκας του ήρεμου ψηλού της ομάδας μας μπάσκετ του Εικοστού, Νίκου Βερβερίδη, με πόνεσε. Οι απώλειες όμως που μου στοίχισαν πολύ προσωπικά ήταν του Μπάμπη Ζαφείρη και του Σπύρου Γουναρόπουλου.

Ο γλυκός και καλοσυνάτος συμμαθητής μου ο Μπάμπης, σύντροφος στις καθημερινές εξορμήσεις στα θερινά σινεμά την περίοδο της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις, σύντροφος και στον αντιδικτατορικό αγώνα, χάθηκε στα σαρανταοχτώ του από καλπάζοντα καρκίνο. Ένα-δυο μήνες πριν πεθάνει είχα πάει στο ΥΠΕΧΩΔΕ που δούλευε να τον ενημερώσω για επικείμενη συνάντηση συμμαθητών. Τότε μου παραπονέθηκε χλιαρά για κάποιους πόνους στο στήθος και με το αιώνιο χαμόγελό του είχε προσθέσει : δε νομίζω ότι είναι τίποτα αλλά τέλος πάντων!

Ο Σπύρος είχε έρθει από την Τασκένδη το 1965. Οι γονείς του ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, η μητέρα του υπήρξε σημαντικό στέλεχος του αντάρτικου της Θεσσαλίας με αρχηγό τον σπουδαίο Κώστα Καραγιώργη. Ο Σπύρος ήταν ο πρώτος αριστερός που μου μίλησε για τα προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν όμως και αποστομωτικός και γενναίος με «εθνικόφρονες» καθηγητές που προσπαθούσαν άστοχα να ειρωνευτούν την «πατρίδα του σοσιαλισμού». Ο Σπύρος ήταν σπουδαίος μαθητής, καλός στη μπάλα, υπέροχος μουσικός. Ήταν ο φίλος που δε μπόρεσα ποτέ να χαρώ αρκετά την πολύτιμη παρέα του.

Πριν από λίγα χρόνια είχαμε βρεθεί στη Μιτζέλα της Μαγνησίας οικογενειακά και τα είπαμε όμορφα με τσίπουρο. Το τσίπουρο ήταν ενός παραγωγού από τις Νιες, ένα παραθαλάσσιο χωριό όπου είχε εξοχικό ο Σπύρος, κοντά στη Σούρπη, τον τόπο καταγωγής του.

Ήταν να τον ξαναδώ στο ίδιο μέρος ένα χρόνο αργότερα αλλά τελικά η συνάντηση δεν έγινε. Έτσι δεν τον ξαναείδα τον Σπύρο μέχρι που έμαθα από τον φίλο μας Δημήτρη Ντοκατζή την τραγική είδηση του θανάτου του σε αυτοκινητιστικό.

Η απουσία των φευγάτων φίλων μας είναι βαριά, αν και άυλη ζυγίζει πολύ περισσότερο από πολλές παρουσίες. Μας συντροφεύει νύχτα και μέρα και δίνει ραντεβού μια άγνωστη μέρα σε άγνωστο τόπο.