Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΒΑΡΥ ΠΕΠΟΝΙ



Ο Χρήστος ο Κανούσης αγαπούσε την κηπουρική. Η δουλειά του στο υπουργείο ήταν το ζην, ο κήπος του το ευ ζην.

Άπειρες ώρες περνούσε στον κήπο και πολλές ώρες στην έρευνα για την καλλιέργεια των ζαρζαβατικών και των φρούτων ώστε να αποδίδει ο κόπος του.

Τα ζαρζαβατικά του πήγαιναν σφαίρα. Ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, αγγούρια, κολοκύθια, σέλινα, κρεμμύδια, σπανάκια, λάχανα Βρυξελών, κουνουπίδια, όλα τελοσπάντων αυτά τα ωραία  ήταν το καμάρι του. Πήγαιναν οι φίλοι, τους έκανε ξενάγηση και τα φωτογράφιζαν με ενδιαφέρον.

Και το αμπελάκι του με τον ροδίτη πήγαινε καλά. Έβγαζε το κρασάκι του και το εμφιάλωνε, με ετικέτα παρακαλώ. Κτήμα Κανούσης. Μάλιστα.

Τώρα, στα καρπούζια δεν είχε και τόση επιτυχία αλλά εκεί που τα πήγαινε πραγματικά άσχημα ήταν στα πεπόνια. Πανωλεθρία. Πρακτικά δεν είχε βγάλει ούτε ένα πεπόνι της προκοπής.

Ο Χρήστος ο Κανούσης δεν την άντεχε την αποτυχία. Τον τρέλαινε. Κάθε τόσο ρωτούσε τον γερο-Νικόλα που ήταν φίνος μπαξεβάνης με παράδοση. Αυτός του έδινε πάντα θετικές οδηγίες αλλά στα πεπόνια δεν είχε βοηθήσει.

Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του Νικόλα και ακούστηκε ο Χρήστος απελπισμένος: Νικόλα έκανα όλα όσα μού ‘πες. Αποστάσεις, λιπάσματα, κάλυψη, κορφολόγημα, τα πάντα. Τζίφος.

Ο γερο-Νικόλας τον λυπήθηκε: άκουσε Χρήστο. Θα σου πω ένα μυστικό που δεν το ξεστομίζω συχνά γιατί κάποιοι με πήραν στο ψιλό όταν τους το εμπιστεύτηκα. Πρέπει να πιάνεις την κουβέντα με τα μικρά πεπονάκια. Πώς δηλαδή; Θα πηγαίνεις το βραδάκι και θα πιάνεις συζήτηση. Θα τα καλοπιάνεις και θα τα ηρεμείς.

Ο Χρήστος τον έχει Θεό τον Νικόλα. Ότι του λέει είναι νόμος. Έτσι, με το που ξεπρόβαλε το πρώτο πεπονάκι, άφησε την Ρηνιώ μπροστά στην τηλεόραση λέγοντάς της ότι πάει μια βόλτα στον μπαξέ. Τώρα, βραδιάτικα, άνθρωπέ μου; Μύγα σε τσίμπησε; Εσύ δουλειά σου κυρά Ρήνη! Χάζεψε στο κουτί να δεις χαΐρι!

Μια και δυο στο πεπονάκι ο Χρήστος, κάθισε δίπλα του και άρχισε τα γλυκόλογα: Έλα παιδάκι μου, πάρε το νεράκι σου από το χωματάκι που σου έβαλα και έχει όλες τις θρεπτικές ουσίες, πρόσεχε τον ήλιο τον πολύ, είδες ότι σου έβαλα ειδικό κάλυμμα, θα μεγαλώσεις και θα γίνεις κουκλί! Θες να σου πω ένα γλυκό νανούρισμα;

Δε θέλω νανούρισμα, λέει το πεπόνι. Θέλω να με λες αστυνόμο, ασφαλίτη, έστω μπάτσο. Εσένα πώς σε λένε; Χρήστο Κανούση, απαντάει με τα μάτια γουρλωμένα ο κηπουρός. Τό ‘ξερα! Τό ‘ξερα ότι θά ‘πεφτα σε γνωστό, του σιναφιού! Εμένα με λέγανε Ζούζουλα. Με θυμάσαι; Συνάδελφος του πατέρα σου. Γενική Ασφάλεια; Σπουδαστικό;

Πώς, θυμάμαι ! Σε φωνάζανε βαρύ πεπόνι!

Νάτα λοιπόν! Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Για τη μετεμψύχωση έχεις ακούσει, έτσι; Κάτι λίγα. Ε, λοιπόν ισχύει απολύτως. Και ισχύει ότι γεγονότα, συναισθήματα και συμπεριφορές σου καθορίζουν το είδος και την ποιότητα της επόμενης ύπαρξής σου. Τι μου λες; Δηλαδή επειδή εσένα σε φωνάζανε βαρύ πεπόνι, στην επόμενη ζωή έγινες πεπόνι; Ναι, έπαιξε ρόλο. Τον πατέρα μου τον φώναζαν καπετάνιο, τώρα υπάρχει ένα παιδί που σε λίγα χρόνια θα μπαρκάρει και είναι ο πατέρας μου;

Μπορεί αλλά μάλλον όχι. Στο μεταγωγών, που περιμέναμε για να μπούμε στην καινούρια μας ύπαρξη, ξέρεις τι λέγανε; Τι λέγανε; Όσο τα κολοκύθια είναι φαΐ άλλο τόσο οι ασφαλίτες είναι άνθρωποι.

Δηλαδή ο μπαμπάς μου θα είναι κι αυτός ζαρζαβατικό; Έτσι το βλέπω, καμιά μάπα, κάνα αγγούρι…

Για να πούμε την αλήθεια, λέει σκεφτικός ο Χρήστος, μάλλον σας άξιζε η κατάντια. Είχατε ρίξει πολύ ξύλο. Φάλαγγα, ηλεκτροσόκ…

Ρε φίλε, εντολές εκτελούσαμε. Προστατεύαμε το καθεστώς! Και δεν υπήρχε άλλος τρόπος; Βλέπεις εσύ άλλο τρόπο; Εγώ δεν βλέπω ξύλο και βασανιστήρια. Να σου πω κάτι; Αυτοί που δίνανε τις εντολές δεν λέρωσαν τα χέρια τους ούτε με ξύλο ούτε με βασανιστήρια. Και τώρα προσκαλούνται πρώτοι-πρώτοι, αυτοί και τα τέκνα τους, στη γιορτή αποκατάστασης της δημοκρατίας.

Αυτοί δεν είναι σαν τα κολοκύθια; Στην επόμενη ζωή τους δεν θα γίνουν μελιτζάνες; Κανείς δεν ξέρει, είπε το πεπόνι, ο Ζούζουλας. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει πουθενά. Μα τώρα με παρασκότισες. Τράβα να κοιμηθείς και άσε τα νανουρίσματα.

Την άλλη μέρα το πεπονάκι ήταν ξερό και ο Χρήστος περίμενε το επόμενο με την ελπίδα ότι δεν θα ήταν ο Σμαΐλης.    

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

 



Ο συμπολίτης Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος έγραψε ένα σχόλιο για τη μικρή μου ιστορία «ΤΟ ΘΥΜΑ» στην ιστοσελίδα της «Δράσης για μια άλλη πόλη» των Βριλησσίων. Το σχόλιο είναι το εξής: «Συμπυκνωμένη, σύγχρονη τραγωδία από έναν συμπολίτη μας! Χρήζει πολλών επαίνων. Συγχαρητήρια!».

Το επαινετικό σχόλιο του συμπολίτη είναι ιδιαίτερα κολακευτικό και τον ευχαριστώ. Πέρα όμως απ’ αυτό, μου δίνει την ευκαιρία να σχολιάσω με τη σειρά μου την επίδραση της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας και των Ομηρικών Επών, όχι μόνο στο θέατρο και στη λογοτεχνία αλλά και στη λαϊκή τέχνη του κινηματογράφου και των τηλεοπτικών σειρών.

Ο συμπολίτης Μ.Δ.Ε. γνωρίζει καλά τι γράφει. Δεν συγκρίνει τα μεγέθη αλλά το πνεύμα. Δε γίνεται να συγκριθούν σα μέγεθος μια συμπαθητική μικρή ιστορία με τα τιτάνια έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του κοντοχωριανού μας του Ευριπίδη. Όμως το πνεύμα του τραγικού ήρωα υπάρχει στο μικρό Μπάμπη της ιστορίας και θυμίζει κάτι από Οιδίποδα: σκοτώνει ο Μπάμπης λόγω νεανικής επιπολαιότητας και ο νεαρός Οιδίποδας λόγω παρορμητικού θυμού. Όταν έρχεται η ώρα της συνειδητοποίησης και οι δύο καταρρέουν.

Στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία δεν υφίσταται μανιχαϊστικός διαχωρισμός καλού-κακού. Οι ήρωες και οι θεοί κυριαρχούνται από τα πάθη και συχνά κάνουν κακό πιστεύοντας ότι πράττουν ορθά. Επίσης τα διλήμματα δεν έχουν μονοσήμαντες απαντήσεις. Πρέπει να υπακούμε στο νόμο ή στη συνείδηση (Αντιγόνη); Πρέπει να εκδικούμαστε το άδικο ακόμη και με τον φόνο της μάνας μας ή όχι (Ορέστης, Ηλέκτρα);

Στην Τραγωδία ο θεατής μπερδεύεται. Τη μια συμπάσχει με τον ήρωα και την άλλη διαφωνεί μαζί του συντασσόμενος με την άποψη ή τον προβληματισμό του χορού που εκπροσωπεί, κατά κάποιο τρόπο, την κοινή γνώμη. Η Κάθαρση, η κατακλείδα του έργου, είναι δίκαιη αλλά και παρηγορητική για τον θεατή που πρέπει να φύγει από την παράσταση με αίσθημα πληρότητας.

Αυτό το μπέρδεμα του θεατή δεν αρέσει στον Πλάτωνα ο οποίος πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της τέχνης. Κατά τον Πλάτωνα ο θεατής πρέπει να μαθαίνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό και όχι απλά να συμπάσχει και να παθιάζεται με τους ήρωες. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα δεν έχουν θέση οι τραγικοί ποιητές αλλά ο φιλόσοφος ποιητής.

Πώς τώρα έχουν όλα αυτά σχέση με την σύγχρονη τέχνη του κινηματογράφου και των τηλεοπτικών σειρών;

Στον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο που είναι ένα είδος λαϊκής τέχνης με πολύ μεγάλο κοινό είχε κυριαρχήσει για πολλά χρόνια ένα μοτίβο όπου οι χαρακτήρες διαχωρίζονταν σε καλούς και κακούς, οι επιλογές ήταν συνειδητές και ξεκάθαρες, με το καλό ή το κακό, και το τέλος ήταν το γνωστό happy end, η επικράτηση του καλού. Στα μάτια μου αυτή η στάση του εμπορικού κινηματογράφου πλησιάζει την περί τέχνης ηθική αντίληψη του Πλάτωνα.

Φαίνεται όμως ότι με τα χρόνια το κοινό άρχισε να πλήττει με τις ταινίες του happy end και του σίγουρου θριάμβου του καλού. Οι κοινωνικές συνθήκες άλλωστε δεν ευνοούν μια τέτοια θεώρηση. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια στροφή προς το πνεύμα της Τραγωδίας όπου δεν υπάρχουν ξεκάθαρα καλοί χαρακτήρες και το τέλος έχει στοιχεία κάθαρσης: οι ήρωες αφανίζονται συνειδητοποιημένοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και ο θεατής μένει χωρίς εκκρεμότητες.

Η στροφή αυτή είναι ακόμη πιο έντονη στις τηλεοπτικές σειρές. Οι χαρακτήρες είναι όλοι τραγικοί, οδηγούμενοι από πάθη, αντιμετωπίζοντας διαρκώς διλήμματα όπου η στάση τους επιβάλλεται από τις καταστάσεις και όχι από την ηθική επιλογή του καλού.

Η εντύπωσή μου είναι ότι η μεταστροφή αυτή στη λαϊκή τέχνη του κινηματογράφου και της τηλεόρασης δεν θα διαρκέσει για πολύ. Ο άνθρωπος απογοητεύεται και μπερδεύεται, φτάνει να μην πιστεύει καν στην διαφορά καλού και κακού αλλά κάποια στιγμή θα χρειαστεί και την ελπίδα και το φωτεινό παράδειγμα. Κάποια στιγμή θα ξαναλάμψει η αισιοδοξία του Πλάτωνα και η πίστη ότι το καλό υπάρχει και πέρα από το συμφέρον. 

*Η εικόνα είναι από την τηλεοπτική σειρά Animal Kingdom. 

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ*

Σήμερα το πρωί ο Σάββας έφυγε. Πήρε το μονοπάτι του αθόρυβα και τον χάσαμε. Διακριτικά, χωρίς φασαρία, όπως έκανε πάντα.

Ήταν γλυκός άνθρωπος. Τρυφερός και υποστηρικτικός. Με το καλοσυνάτο χιούμορ, με τον καλοπροαίρετο λόγο. Πολύτιμος για την οικογένειά του, για τους ανθρώπους του, για τους φίλους του, για όλους.

Στον Σάββα δεν άρεσαν τα μπλεξίματα. Προσπαθούσε να απλοποιήσει τα πράγματα. Είχε εξαιρετική αντίληψη αλλά απόφευγε τις πολύπλοκες καταστάσεις. Του άρεσε να κυκλοφορεί στα δικά του κατατόπια.

Άραγε θα βρει τη σωστή άκρη στο μονοπάτι του; Θυμήθηκα τον φίλο που έρχεται ταχτικά στον ύπνο μου να μου λέει: Όταν φεύγεις, το μονοπάτι σου σε πάει μόνο του. Ο μπερδεμένος μπερδεύεται, ο ντόμπρος βρίσκει το δρόμο ίσιο και καθαρό.

Και αυτά που δεν προλάβαμε να κάνουμε εδωνά; Τα τσιπουράκια που τάξαμε και δεν ήπιαμε, τα μεζεδάκια που δεν ετοιμάσαμε;

Όταν με το καλό ανταμώσετε όλα θα γίνουν, σα ν’ ακούω το φίλο να μου λέει. Κι ο Σάββας θα συναντήσει την Αντριάνα, τον Μιχάλη και όλους τους αγαπημένους του. Σε ένα όνειρο που δεν τελειώνει ποτέ.

Ε τότε, καλή αντάμωση ρε Σάββα. Και να μην ξεχάσω πάλι να σου φέρω τις μεγάλες ελιές που σου είχα τάξει.

*Αποχαιρετισμός στον ξάδερφο και φίλο Σάββα Ματσούκη.     

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΘΥΜΑ



Άναψε πράσινο για τους πεζούς. Ο κύριος Μπάμπης που ήταν στη διαχωριστική νησίδα πάτησε το ένα πόδι στο δρόμο κι ετοιμαζόταν να πατήσει και το δεύτερο. Η μεγάλη μηχανή ήρθε με ταχύτητα και τον πέταξε. Ο ηλικιωμένος άντρας έμεινε στο οδόστρωμα αιμόφυρτος και αναίσθητος. Κόσμος μαζεύτηκε γύρω του. Το ασθενοφόρο έφτασε σε λίγο και τον πήρε. Στο νοσοκομείο διαπίστωσαν τον θάνατο.

Ο εικοσάρης Μπάμπης στη μηχανή είχε γκαζώσει για να προλάβει το φανάρι. Χτύπησε τον ηλικιωμένο με το πλάι. Τα έχασε και έφυγε πανικόβλητος. Άρχισε να γυρίζει από δω και από κει αλαφιασμένος, πάνω σε μια αλαφιασμένη μηχανή. Οι σκέψεις πέρναγαν απ’ το μυαλό του αστραπή κι εξαφανίζονταν. Να γυρίσει; Δεν το άντεχε. Κρατούσε μέσα του μια ελπίδα. Είχε χτυπήσει τον άνθρωπο σχεδόν ξώφαλτσα. Η ζημιά δεν πρέπει να ‘ταν μεγάλη.

Περιπλανώμενος έφτασε κάπου στο Χαϊδάρι. Άφησε τη μηχανή σ’ ένα δρομάκι και χώθηκε σε μια καφετέρια. Παράγγειλε γλυκό φραπέ κι άρχισε να παίζει με το καλαμάκι. Η τηλεόραση έλεγε ειδήσεις.

Κάποια στιγμή είπαν για το συμβάν, Αλεξάνδρας στο ύψος της Ιπποκράτους. Ο ηλικιωμένος έχασε τη ζωή του. Το καλαμάκι έφυγε από το χέρι του Μπάμπη. Έσκυψε να το μαζέψει μηχανικά, όταν άκουσε το όνομα: Χαράλαμπος Γουλής. Το δικό του όνομα!

Κάποιος συγκράτησε τον αριθμό της μοτοσυκλέτας σίγουρα. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρουν, η μηχανή ήταν στο όνομά του. Έπρεπε να παραδοθεί, είχε σκοτώσει άνθρωπο.

Άρχιζε να ζαλίζεται. Χλόμιασε, άσπρισε, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Είστε καλά κύριε; Του είπε ο σερβιτόρος.

Σηκώθηκε να φύγει αμίλητος. Ο σερβιτόρος ευγενικά του θύμισε να πληρώσει. Ξέπνοα ζήτησε συγνώμη και άφησε ένα δεκάρικο. Δεν ήθελε ρέστα. Βγήκε στον καθαρό αέρα να συνέλθει.

Βρήκε με κόπο τη μηχανή. Την καβάλησε και τράβηξε για τη γειτονιά του. Εκεί που έγινε το δυστύχημα.

Παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων. Ο φρουρός τον έστειλε στον αξιωματικό υπηρεσίας.

Χτύπησα άνθρωπο χωρίς να το θέλω, είπε. Πώς; Τον ρώτησε ο αστυνομικός. Με τη μηχανή, στο φανάρι Ιπποκράτους και Αλεξάνδρας. Μας αναφέρθηκε το συμβάν. Πώς λέγεσαι; Χαράλαμπος Γουλής.

Ο αστυνομικός κοίταξε το χαρτί μπροστά του. Με δουλεύεις; Γιατί κύριε; Χαράλαμπος Γουλής λέγεται το θύμα!

Ο Μπάμπης έμεινε ένα ολόκληρο λεπτό άφωνος. Έπειτα τα πάντα σκοτείνιασαν. Ψέλλισε: ποιος ήταν το θύμα κύριε; Χαράλαμπος Γουλής, ετών εβδομήντα, κάτοικος Αθηνών, Ιπποκράτους 182.

Ο Μπάμπης Γουλής ο πρεσβύτερος, ήταν το θύμα. Ο Μπάμπης Γουλής ο νεότερος, ο εγγονός, ήταν θύτης και θύμα. Η ζωή είναι μεγάλη πόρνη.

Είπε κάποτε ένας φιλόσοφος των Εξαρχείων.