Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ.




Το φέρι κάνει την τελευταία μανούβρα πριν να δέσει. Mε το μπιπ-μπιπ του αλάρμ πέφτει αργά ο καταπέλτης. Ο Μιχάλης Σκλαβούνος, ψηλός, μουσάτος, συμπαθητικός, είναι από τους πρώτους έτοιμος για αποβίβαση, με τρεις μεγάλες βαλίτσες δίπλα του. Η Σπυριδούλα Τσιγαρίδα, η μικροκαμωμένη γλυκιά κοπελίτσα με το μαύρο κολάν, τη μαύρη φανελίτσα και το σακίδιο είναι καβάλα στο βεσπάκι με τη μπαγκαζιέρα.



Ο πενηντάρης που καπνίζει και συζητάει με τον Στράτη τον ψαρά στην αποβάθρα είναι ο Κούλης Γεωργίου. Χαλαρός και σίγουρος για τον εαυτό του, παζαρεύει ένα μεγάλο φαγκρί. Για τον Κούλη ο κόσμος χωρίζεται στους έξυπνους και τα κορόιδα. Για την ακρίβεια, ο Κούλης είναι ο έξυπνος και οι άλλοι τα κορόιδα. Όλοι πάνε να τον γελάσουνε και όλους τους γελάει. Γι αυτό είναι το αφεντικό του νησιού. Ο μοναδικός εργολάβος οικοδομών, μεσίτης, ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ, πράκτορας της Εθνικής Τράπεζας και της Western Union.



Ο καταπέλτης πέφτει και βιαστικά ξεχύνονται οι άνθρωποι και τα λίγα οχήματα. Ο Κούλης σηκώνει το κεφάλι του και ξεχωρίζει το μπόι του Μιχάλη. Του κάνει νόημα να μείνει εκεί που βρίσκεται. Λέει στον Στράτη να πάει το φαγκρί στη γυναίκα του στο σπίτι και βαδίζει αργά, με τα χέρια στις τσέπες, προς το πρόχειρα παρκαρισμένο Cherokee.

Μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπροστά κάνει έναν γρήγορο ελιγμό και σταματάει μπροστά στο Μιχάλη. –Πέτα τα μέσα και ανέβα. Ο Μιχάλης βάζει τις βαλίτσες πίσω και κάθεται δίπλα στον Κούλη. –Πού είναι η δικιά σου; -Πίσω, με το μηχανάκι.

Ο Κούλης βλέπει στον καθρέφτη τη Σπυριδούλα και βάζει μπροστά. –Θα σας πάω στο διαμέρισμα που σας έλεγα. Δυαράκι, επιπλωμένο και φτηνό. Δυόμισι κατοστάρικα μόνο. Και καινούργιο, τσίλικο. Τώρα το τελείωσα, είσαστε οι πρώτοι.

Φτάνουν σε ένα τριώροφο, σχεδόν γιαπί. –Αυτό είναι. Θα σας πάω πάνω να σας δείξω το διαμέρισμα. Τα κλειδιά δικά σας. Δύο ζευγάρια.

Ο Κούλης παίρνει τη μια βαλίτσα και ο Μιχάλης τις άλλες δύο. Η Σπυριδούλα αφήνει το βεσπάκι και πλησιάζει με το σακίδιο στην πλάτη. Ο Κούλης της δίνει τη βαλίτσα. –Κάνε σε παρακαλώ τον κόπο γιατί μ’ έχει ταράξει η μέση.

Ο Κούλης έχει φύγει και τα παιδιά τακτοποιούν μερικά πράγματα στη ντουλάπα. Η Σπυριδούλα χαϊδεύει τα μαλλιά του Μιχάλη. –Πώς το βλέπεις το διαμέρισμα μωρό μου; -Μάπα. –Εντάξει, δεν θα το παντρευτούμε, ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε. –Τσίλικο λέει. Για τον πούτσο.

Ο Κούλης έχει καλέσει τα παιδιά το βράδυ σπίτι για τα καλωσορίσματα. Τους έχει πουλήσει το μαγαζί, το μικρό καφέ και τους νοικιάζει και το σπίτι. Τώρα θέλει να τους δείξει ότι είναι κιμπάρης. Το μεγάλο φαγκρί θυσία στην εικόνα του κουβαρντά.

Τα παιδιά φτάνουν στο σπίτι με ένα γαλακτομπούρεκο που πήραν από τον φούρνο της Φλώρας. Η Ρένα, η γυναίκα του Κούλη, τους υποδέχεται. Της δίνουν το γαλακτομπούρεκο. –Δεν ήταν ανάγκη βρε παιδιά. Από την Φλώρα, ε; Ο Κούλης επεμβαίνει. –Από την Φλώρα θα παίρνετε τα ψωμάκια και τις πίττες. Έχει καλά πράγματα η Φλώρα. Και καλές τιμές. Ξέρει ότι είσαστε δικοί μου.

Στο μικρό καφέ με την επωνυμία Μουράγιο, Σπυριδούλα και Μιχάλης καθαρίζουν και ταχτοποιούν από πολύ πρωί. Έχουν πάρει και ζύμες από τη Φλώρα να τις δοκιμάσουν. –Μιχάλη πώς σου φαίνονται οι ζύμες; -Μάπα.

Η ώρα έχει πάει δέκα και στο καφέ μπαίνει ο Κούλης με τον αέρα ιδιοκτήτη. –Καλορίζικο. Πώς πάει, καλά; Ο Μιχάλης δε μιλάει. Η Σπυριδούλα απαντάει χωρίς να στρέψει το κεφάλι. –Καλά. -Θα μου κάνετε ένα καφεδάκι; Ένα φρέντο με δύο ζάχαρες. –Δεν έχουμε ανοίξει κανονικά. Δεν έχει ζεσταθεί η μηχανή. –Τότε ένα φραπέ γλυκό.

Ο Μιχάλης φτιάχνει το φραπέ. –Τι χρωστάω; -Κερασμένο. –Έλα τώρα. Για τα καλορίζικα. Πόσο κάνει; -Ογδόντα λεπτά. Ο Κούλης δείχνει ενοχλημένος. –Ογδόντα λεπτά; Όχι ρε παιδιά. Χαλάτε την πιάτσα. Ενάμισι τον έχουνε όλοι. Μην τα κάνετε αυτά, θα σας την πέσουν οι άλλοι. Ο Μιχάλης είναι κοφτός. –Εγώ τον φραπέ τον δίνω ογδόντα λεπτά.
Δυο μέρες μετά. Ο Κούλης μπαίνει στο Μουράγιο. Είναι μόνη της η Σπυριδούλα. –Καλημέρα. Ο δικός σου δεν είναι εδώ; -Πήγε στο πλοίο να παραλάβει ζύμες. –Ζύμες; Δεν παίρνετε από την Φλώρα; -Δε μας αρέσουνε της Φλώρας. –Δε σας αρέσουνε; Εδώ είναι νησί. Όταν έχει καιρό μπορεί να κάνει και είκοσι μέρες να πιάσει καράβι. Θα ξεμείνετε. Μην κάνετε εξυπνάδες. Τέλος πάντων, μικροί είσαστε, θα μάθετε. Φτιάξε μου ένα φρέντο. Και ένα νεράκι. –Νεράκι στο ψυγείο. –Μπορείς να μου το πιάσεις σε παρακαλώ; Δε μπορώ να σκύψω, αυτή η μέση με έχει πεθάνει. Η Σπυριδούλα σκύβει να πιάσει το νερό. Ο Κούλης την αιφνιδιάζει με μια παλαμιά στον πεταχτό πισινούλη με το κολάν. –Τι κάνεις εκεί ρε; Ο Κούλης χαζογελάει. –Δε μπόρεσα να κρατηθώ. –Πάρε δρόμο αμέσως μην έρθει ο Μιχάλης και σε αρπάξει. –Σιγά τον άντρα τον σκληρό. Εγώ θα το φάω το γλυκό μου, ο κόσμος να χαλάσει. Εδώ είναι νησί και το νησί είναι ο Κούλης.

Λίγες μέρες μετά. Ο Μιχάλης με ένα καλάμι ψαρεύει στο λιμάνι, μπροστά στο μαγαζί του Κούλη. Είναι οχτώ και είκοσι η ώρα, όταν φτάνει ο Κούλης με το τζιπ του. Παρκάρει, βλέπει τον Μιχάλη και τον πλησιάζει. –Τι έγινε, το κλείσαμε το μαγαζί; -Είναι η Σπυριδούλα. –Κι εσύ τι κάνεις, ξεπαστρεύεις τη μαρίδα; -Μπορεί. Ο Κούλης σηκώνει τους ώμους. –Ότι πεις αφεντικό. Ο Κούλης πάει να ανοίξει το μαγαζί του. Ο Μιχάλης κοιτάζει το ρολόι του.

Ο Μιχάλης είναι για ψάρεμα όπως κάθε μέρα από τότε που ανακάλυψε αυτό το ευχάριστο σπορ. Καθώς δολώνει, στην προβλήτα πλησιάζει ένα φουσκωτό με τρία άτομα που φορούν στολές κατάδυσης, μάσκες και αναπνευστήρες. Οι δύο κρατάνε ψαροντούφεκα ενώ ο τρίτος είναι στο πηδάλιο. Ο Μιχάλης στρέφει το κεφάλι του, τους κοιτάζει φευγαλέα, ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του που δείχνει οχτώ και τριάντα και περνάει το δόλωμα στ’ αγκίστρι.

Οι δύο άντρες με τα ψαροντούφεκα, ξυπόλητοι, περνάνε τον δρόμο και μπαίνουν στο μαγαζί του Κούλη. Μετά από οχτώ λεπτά βγαίνουν και πηδάνε στο φουσκωτό όπου τους περιμένει ο τρίτος με αναμμένη τη μηχανή.

Η ώρα είναι δέκα. Στο Μουράγιο έχει πέσει δουλειά με καφέδες για έξω. Στο καφέ μπαίνει ο γιος του Στράτη, ο Κώστας αναστατωμένος αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει κάποιον ενθουσιασμό. –Την πέσανε στον Κούλη! -Πώς την πέσανε; -Τον ληστέψανε κάτι ψαροντουφεκάδες. –Ψαροντουφεκάδες; Πού; -Στο μαγαζί του. Τον χώσανε σ’ ένα βαρέλι φέτα και του πήρανε από την κάσα πενήντα-εξήντα, κάπου εκεί. –Μια ζωή να χτυπάγανε ροφούς δε θα βγάζανε τόσα. –Και τι γίνεται τώρα; -Έρχεται λέει αστυνόμος από τον Πειραιά για την ανάκριση.

Η Κική Καλογήρου, βέρα Πειραιώτισσα, σου δίνει κατευθείαν την εικόνα της κολοπετσωμένης μαγκίτισας. Υπαστυνόμος, ετών τριανταπέντε, δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει. Έχοντας διαβάσει τουλάχιστον είκοσι φορές το «Έγκλημα και Τιμωρία» και έχοντας μελετήσει βαθειά το κλασικό εγχειρίδιο εγκληματολογίας του κοσμήτορα του Πανεπιστημίου της Μόσχας Γκεόργκι Σκιανόφ, θεωρείται ανατέλλων αστέρας της υπηρεσίας δίωξης κοινού εγκλήματος.

Από τους πρώτους μάρτυρες που ανέκρινε η Καλογήρου για την υπόθεση Κούλη Γεωργίου ήταν ο Μιχάλης Σκλαβούνος ο οποίος είδε αλλά δεν πρόσεξε. Για την γάτα Καλογήρου δεν είναι περίεργο που ένας νέος εικοσιεφτά χρονών με τα «στον κόσμο του» χαρακτηριστικά του Μιχάλη δε δίνει σημασία σε δύο ψαροντουφεκάδες με πλήρη εξάρτηση που μπαίνουν σε ένα σούπερ μάρκετ ή και πρακτορείο τράπεζας. Ομοίως της είναι απόλυτα κατανοητό ότι μια αγράμματη ηλικιωμένη παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλη τη σκηνή και ήταν πρόθυμη να μαντέψει τα χαρακτηριστικά ανθρώπων που φορούσαν στολή και μάσκα και βρισκόντουσαν σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων από το παράθυρό της.

Παρ’ όλα αυτά, η διαίσθηση της Καλογήρου της λέει ότι ο Μιχάλης κάτι ξέρει. Αυτή την διαίσθηση τη μοιράζεται και το θύμα, ο ταπεινωμένος, έκπληκτος και έξαλλος Κούλης Γεωργίου που η προκατάληψή του δεν τον αφήνει να βγάλει αυτόν τον άχρηστο νεαρό από το μυαλό του.

Μέσα σε δεκαπέντε μέρες η υπόθεση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Το καφέ Μουράγιο δουλεύει κανονικά και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις του αφεντικού του νησιού, δουλεύει καλά. Ώσπου ένα πρωί, κατά σύμπτωση την ώρα που ο Μιχάλης είναι στο ψάρεμα, ο Κούλης επισκέπτεται την Σπυριδούλα. –Τι θέλεις εσύ εδώ; Ο Κούλης είναι σκοτεινός και απειλητικός. –Ήρθα να σου πω δυο λόγια για να συνεννοηθούμε. –Τι λόγια; -Λοιπόν, ο δικός σου μου έκατσε άσχημα από την αρχή. Μετά από όσα έγιναν το έψαξα το πράγμα, με δικούς μου ανθρώπους. Για καλή σας τύχη δε βρήκα ακόμα τίποτα. Έμαθα όμως κάποια πραγματάκια. –Λοιπόν! -Λοιπόν ο δικός σου και η μανούλα σου ήταν μαζί στο τρελάδικο. Εντάξει; Η Σπυριδούλα γίνεται κατάχλωμη. –Και σένα τι σε νοιάζει; -Με νοιάζει γιατί εγώ θα σε πηδάω όποτε και όπως γουστάρω. Αλλιώς είσαστε τελειωμένοι. Όλο το νησί θα μάθει τι κουμάσια είσαστε.

Ο Κούλης Γεωργίου περιμένει στην αποβάθρα τον πελάτη που του τηλεφώνησε από την Αθήνα. Έχει ξαναβρεί πλήρως την σιγουριά του και το αλαζονικό ύφος του, έτσι όπως συμβαίνει πάντα με τα παλιοτόμαρα του είδους του. Φοράει το μαύρο γυαλί του, κρατάει ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα και ακουμπάει πάνω στο Cherokee του.

Από το πλοίο βγαίνει με το μαύρο γυαλί, το ακριβό σπορ ντύσιμο και τον δερμάτινο χαρτοφύλακα ο δικηγόρος Νίκος Καπόζης που έχει συστηθεί τηλεφωνικά σαν Γιώργος Παπαδόπουλος.

Ο Νίκος πάει προς το μέρος του Κούλη και τον χαιρετάει με χειραψία. –Παπαδόπουλος. –Χαίρω πολύ, Γεωργίου.

Την προηγούμενη μέρα, με ένα ειδικό βανάκι, είχαν φτάσει στο νησί ο Βαγγέλης Γκάτσης και πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο ο Θανάσης Χριστόπουλος. Πήγαν κατευθείαν στα ενοικιαζόμενα της Βασιλικής Τουμπακάρη που τους περίμενε. –Ο κύριος Παύλου; –Μάλιστα. Και ο αδερφός μου Σωτήρης. –Καλώς ήρθατε. Έχουμε προνοήσει για όλα. Υπάρχουν όλες οι σχετικές ευκολίες, ράμπες, ειδική τουαλέτα, ξέρετε, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. –Ευχαριστώ, το γνωρίζω. –Θα μείνετε πολύ; -Σας είπα και στο τηλέφωνο ότι θα εξαρτηθεί από τον αδερφό μου. Δυστυχώς πάσχει από ακαθησία. –Ακαθησία; Ω, κατάλαβα, λέει η Τουμπακάρη που δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα. Ο Βαγγέλης που η κοψιά του είναι κατά περίεργο τρόπο ολόιδια με τον πιο μεγαλόσωμο από τους δύο ψαροντουφεκάδες, άνοιξε την πίσω πόρτα του βαν και έβγαλε τον Θανάση με το αμαξίδιο.

Σε μια ράχη του νησιού, ο Κούλης Γεωργίου και ο Νίκος Καπόζης χαζεύουν τη δύση. –Μαγεία κύριε Παπαδόπουλε, ε; Και από την άλλη το πρωί την ανατολή. Πέντε στρέμματα, το φιλέτο του νησιού. Δεν περιμένατε τίποτα καλύτερο, έτσι; -Και από τιμή; -Αφήστε το πάνω μου. Αυτοί ζητάνε τρελά πράγματα, ένα γέρος ξεμωραμένος, καταλαβαίνετε, αλλά εδώ μιλάει ο Κούλης. Θα το κανονίσουμε.

Το βανάκι σταμάτησε λίγο παρακάτω. Ο Βαγγέλης Γκάτσης έβαλε μια φωνή. -Μια ερώτηση! Ο Νίκος Καπόζης κινήθηκε προς το μέρος του. Τον ακολούθησε ο Κούλης. Ο Καπόζης σκύβει στο ανοιχτό παράθυρο του οδηγού. –Ότι θέλετε στον κύριο. Εγώ είμαι ξένος. Ο Καπόζης αποσύρεται από το παράθυρο και την θέση του παίρνει ο Κούλης. Ο Βαγγέλης είναι γρήγορος. Η ένεση χτυπάει τον Γεωργίου στο λαιμό. –Τι… Αυτό ήταν. Ο Θανάσης πετάγεται από το αμαξίδιο σαν έμπειρος σκεϊτάς και στη θέση του φορτώνουν τον αναίσθητο Κούλη. Τα δύο αυτοκίνητα ξεκινούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το τζιπ του Κούλη το οδηγεί ο Καπόζης με συνοδηγό τον Θανάση.

Στο μεγάλο χωματόδρομο περιμένει η νταλίκα του πρακτορείου που κάνει τις μεταφορές στο νησί. Πίσω της σταματάει το τζιπ του Κούλη. Ο Καπόζης κατεβαίνει και μιλάει στον οδηγό που έχει κατεβάσει τη ράμπα.

Στο βραδυνό πλοίο επιβιβάζονται οι αδερφοί Παύλου με το βανάκι, ο κύριος Παπαδόπουλος με τον φίλο του Δουλγέρογλου και η νταλίκα του αλβανού πράκτορα μεταφορών.

Ο Κούλης Γεωργίου, το Μεγάλο Αφεντικό, εξαφανίστηκε μαζί με το αμάξι του και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ. Η υπόθεση αυτή συζητιέται ακόμη και σήμερα αλλά δεν πολυστενοχώρεσε κανέναν, ούτε καν την κυρία Ρένα. Το καφέ Μουράγιο είναι σημείο αναφοράς στο νησί και τα παιδιά έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε δικό τους σπιτάκι σε μια όμορφη πλαγιά. Έχουν ένα μπόμπιρα και ένα σκύλο.

Η υπαστυνόμος Καλογήρου παραιτήθηκε μετά από την παταγώδη αποτυχία της στην υπόθεση Γεωργίου και άνοιξε ένα όμορφο κουτούκι στη Δραπετσώνα όπου συναντιούνται καμιά φορά για ψαράκι τηγανητό και ρετσίνα οι παλιόφιλοι Μιχάλης, Νίκος, Βαγγέλης και Θανάσης. Η ταβερνιάρισσα, την ώρα της παραγγελίας, τους ρίχνει μια διφορούμενη ματιά.





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου