Χα, χα, η αρρώστια φταίει, ε; Σσσσς! Μην παραμιλάς, μπορεί να σ’ ακούσουν! Μα τι ακριβώς είναι αυτός ο χώρος; Δεν ξέρω, εγώ κάνω απλά τη δουλειά μου. Τη δουλειά σου; Ποια δουλειά σου δηλαδή;. Τι ποια δουλειά μου! Μου λένε πήγαινε από δω εκεί και πες σ’ αυτόν αυτό. Πάρε αυτό και πήγαινέ το εκεί. Και δεν θυμάσαι τι πράμα είναι τούτο δω το χάος; Μουσείο είναι. Μουσείο; Αρχαιολογικό; Δεν ξέρω. Μπορεί λαογραφικό. Μπορεί μουσείο πινέζας. Ή μουσείο ζαμπόν. Όχι, όχι ζαμπόν. Το ζαμπόν αφήνει μυρωδιά. Η πινέζα δε μυρίζει. Σίγουρα πινέζας. Αλλά τώρα βλέπω κάποιον. Επιτέλους. Να ρωτήσω τι πρέπει να κάνω.
Κύριε! Μάλιστα. Τι κάνουμε τώρα; Ανακαίνιση. Δεν βλέπετε; Βλέπω και δεν βλέπω. Ή μάλλον βλέπω ότι δεν βλέπω τίποτα. Ο κάποιος πήρε τόνο αυστηρό. Δεν βλέπετε γιατί δεν κινείστε. Δεν βλέπω τον απαιτούμενο ζήλο. Αν πάτε παρακάτω θα δείτε. Πόσο παρακάτω; Αρκετά. Αλλά πρέπει να κινείστε. Στον τελευταίο διάδρομο έχει συγκέντρωση. Είναι πολλοί; Χιλιάδες. Εγώ που πρέπει να πάω; Όπου θέλετε. Φτάνει να κινείστε.
Πάω παρακάτω λοιπόν. Και κάπου εκεί, στη μέση του πουθενά νάσου ένα κιόσκι με τσολιάδες, Παρθενώνες, Ναούς του Ποσειδώνα και καρτ-ποστάλ. Για να δω ποιος είναι μέσα πρέπει να χώσω το κεφάλι μου στα καρτ-ποστάλ με τα ηλιοβασιλέματα, τα βυζιά και τα μπούτια.
Μέσα στο κιόσκι, ένα μικρό κοριτσάκι, καθισμένο στα γόνατα, παίζει με τις κούκλες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου