Κυριακή 18 Απριλίου 2021

ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

 Αφιερωμένο στον άνθρωπο και στο φίλο που δε φοβήθηκε και δε λύγισε ποτέ.


Η μέρα που ο άνθρωπος πέρασε την πόρτα της φυλακής καθιερώθηκε σαν τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο χιλιάδες κινέζικα πυροτεχνήματα καταυγάζουν τη μαύρη νύχτα. Παρεμπιπτόντως, οι περισσότεροι δρόμοι της επικράτειας μετονομάστηκαν σε οδούς Ιαβέρη, του μεγάλου θριαμβευτή. Προτομές και ανδριάντες του κόσμησαν πλατείες και προαύλια, επιστημονικά ιδρύματα και στρατώνες, πρεσβείες φίλιων υπερδυνάμεων, ναούς της Θέμιδας και ναούς γενικώς. Για τα μπαρ, τα καφενεία και τα κουρεία προτιμήθηκαν πορτρέτα με έμφαση στο προσεγμένο μαλλί.

Την ώρα που ο άνθρωπος αγέρωχα και αδιάφορα πέρασε την πόρτα της φυλακής, βρόντηξαν για τελευταία φορά τα κανόνια του Ναβαρόνε και ήχησαν ξανά οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, σπάζοντας τύμπανα και  γκρεμίζοντας κάστρα. Ο θρύλος λέει ότι έπεσαν με κρότο φοβερό οι πόρτες των κελιών και ξεχύθηκαν ληστές, δολοφόνοι, σατανιστές και παιδόφιλοι και ανάμεσά τους ζαλισμένοι φουκαράδες, παραβάτες με την έννοια που ορίζει ο νόμος και ακόμα καλύτερα οι δικαστές.

Μία αφήγηση επιμένει ότι σηκώθηκε μπουχός βαρύς και χάθηκε τελείως ο ήλιος σαν να ήρθε όλη η αφρικανική σκόνη μονομιάς. Μια γριούλα μαυροφορεμένη σταυροκοπήθηκε με δέος έξω από την πύλη της μεγάλης φυλακής όπου ο φρουρός έστεκε σα να μην έπαιρνε χαμπάρι από τον χαμό και της μίλησε με τα λόγια αυτά: γιαγιά πήγαινε στους μαθητές και συντρόφους του και πες τους ότι ο άνθρωπος πέρασε την πόρτα αλλά κανείς δεν τον είδε στο κελί.

Για τα επόμενα χρόνια έμεινε από την ιστορία μόνο ο αντίλαλος από τα κινέζικα πυροτεχνήματα. Γρήγορα ο Ιαβέρης έπεσε στη λήθη. Κάποιοι μάλιστα είπαν ότι είδαν το κουφάρι του να κρέμεται από μια ξεραμένη συκιά.

Ήρθε όμως η ώρα και νυν εστί που ο Ιαβέρης ωσάν να αναστήθηκε, εν μέσω του μεγάλου λοιμού, μπογιατισμένος για να μη φαίνεται η ασπράδα του θανάτου και περιβεβλημένος χιτώνα εκατόνταρχου, περιστοιχισμένος από πραιτοριανούς και μαύρα σκυλιά θεόρατα.

Ποτέ δεν ξέχασε τον άνθρωπο που κάποτε πέρασε την πόρτα της φυλακής σαν το πιο πολύτιμό του λάφυρο και θα τον αθανάτιζε στους αιώνες των αιώνων. Είπε να πάρει εκδίκηση για την γκρεμισμένη ψευδαίσθηση του μεγαλείου του, για τα μουτζουρωμένα αγάλματα και την ξεραμένη συκιά. Και έψαξε να βρει τον άνθρωπο.

Αμόλησε τους πραιτοριανούς και τα σκυλιά, έκανε ανακρίσεις, έψαξε κάθε τρύπα και κάθε μάσκα του λοιμού. Άρχισε να πιστεύει στους θρύλους και στις διαδόσεις και τρόμαξε πολύ. Ώσπου κάποιος του είπε ότι ο άνθρωπος ρίζωσε στη φυλακή χρόνους δεκαεννιά και αν δεν τον βρίσκανε φταίει ότι δεν είχαν ξαναδεί άνθρωπο-δέντρο.

Ο Ιαβέρης πήγε να δει με τα μάτια του. Διάλεξε δύσκολη μέρα με αέρα και βροχή. Στάθηκε μερικά μέτρα μακριά από τον φράχτη, κρυμμένος πίσω από ένα πεζούλι. Η βροχή του ξέπλενε τη μπογιά και έκανε την όψη του θλιβερή. Είδε επιτέλους τον άνθρωπο καθισμένο κάτω από ένα δέντρο να καθαρίζει με τα χέρια πορτοκάλι. Η ηρεμία του τον λύσσαξε. Άρχισε να γαυγίζει και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Στο τέλος έπεσε ανάσκελα, μέσα στις λάσπες, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, μέχρι που νύχτωσε. Τον ουρανό τον έσκισαν κινέζικα πυροτεχνήματα. Ήταν η μέρα της μεγάλης εθνικής γιορτής.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραίο κείμενο ω σύντροφε καθοδηγητά. Follow your heart and keep walking

    ΑπάντησηΔιαγραφή