Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ



Στην δεκαετία του ’90, μετά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που σύμβολό τους υπήρξε η πτώση του τείχους, άνοιξε ο δρόμος και στην Ελλάδα για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις που στην Ευρώπη είχαν κυοφορηθεί ήδη από την δεκαετία του ’70 με την αλλαγή στάσης των κομμουνιστικών κομμάτων Ισπανίας και κυρίως Ιταλίας και την εμφάνιση του «Ευρωκομμουνισμού» που ευνοούσε κυβερνήσεις συνεργασίας της παραδοσιακής αριστεράς με την κεντροδεξιά.

Η Ελλάδα δεν ακολούθησε την εποχή εκείνη για πολύ συγκεκριμένους λόγους: Το 1974, μόλις έβγαινε από μια δικτατορική διακυβέρνηση για την οποία είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι οι αμερικάνοι οι οποίοι αν μη τι άλλο την είχαν αναγνωρίσει αμέσως και την είχαν στηρίξει. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ ήταν ο στρατιωτικός πυλώνας της Δύσης μέσω του ΝΑΤΟ και το ισχυρό κέντρο χάραξης της πολιτικής της δυτικής συμμαχίας, μέσα στην ελληνική κοινωνία κατεγράφετο τότε μια κυριαρχούσα τάση αντιαμερικανισμού και συνακόλουθα μια δυσπιστία προς τις ισχυρές χώρες που συγκροτούσαν τον πρωταρχικό πυρήνα της ΕΟΚ.

Αυτές οι διαθέσεις της κοινής γνώμης εκφράζονταν με τρόπο κατηγορηματικό από το ΚΚΕ που ακολουθούσε πιστά την σοβιετική πολιτική και από το ΠΑΣΟΚ που κρατούσε ίσες αποστάσεις από ανατολική και δυτική Ευρώπη και προσέβλεπε σε μια στενότερη σχέση με το κίνημα των αδεσμεύτων. Το ΚΚΕες, παρότι είχε μια ηγεσία γαλουχημένη κατά την σταλινική περίοδο, εφόσον έχασε την υποστήριξη της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της στράφηκε προς τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας και Ισπανίας υιοθετώντας μια στάση περισσότερο φιλοευρωπαϊκή και στο εσωτερικό πιο συναινετική σε ότι αφορά την σχέση με την κεντροδεξιά (ΝΔ) η οποία δεν είχε ξεχάσει την παραδοσιακή φιλοδυτική της ταυτότητα και την αντίθεσή της με το κομμουνιστικό στρατόπεδο και την εγχώρια αριστερά.

Εκτός αυτού, κοινωνικά η αριστερά παρέμενε περιθωριοποιημένη γιατί οι πληγές του εμφυλίου δεν είχαν κλείσει, ο κρατικός μηχανισμός κυριαρχείτο από υπαλλήλους που πληρούσαν τα κριτήρια των πολιτικών φρονημάτων και το μεγάλο μέρος των πολιτικών προσφύγων περίμενε έγκριση επαναπατρισμού.

Ένα σημαντικό κομμάτι του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ αφορούσε στην αποκατάσταση της ισονομίας των πολιτών, ανεξάρτητα από τα πολιτικά τους φρονήματα, υπόσχεση που τηρήθηκε σε ότι αφορά την κατάργηση του αποκλεισμού των αριστερών αλλά χωρίς να αποφευχθεί μια τάση ρεβανσισμού έναντι των δεξιών.

Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να σφυρηλατήσει μια ισχυρή πολιτική ηγεμονία αντιμετωπίζοντας προνομιακά τα μέλη του και τους φίλους του, εξασφαλίζοντάς τους με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ιδιαίτερες προσόδους. Το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» ήταν ενδεικτικό της διάθεσης του ΠΑΣΟΚ να διατηρήσει υπέρ του την πόλωση και φυσικά η συναίνεση σε οποιοδήποτε πεδίο της πολιτικής δεν ήταν μέσα στα σχέδια κανενός από τους τρεις πόλους, δηλαδή της κεντροαριστεράς, της αριστεράς και της κεντροδεξιάς.

Η συμμαχία του ’89 μεταξύ αριστεράς και κεντροδεξιάς με ηγέτη τον Μητσοτάκη δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας προγραμματικής σύγκλισης αλλά προϊόν της επιθυμίας να πληγεί η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και ως εκ τούτου δεν μακροημέρευσε.

Η δεκαετία του ’90 βρήκε το ΠΑΣΟΚ να αλλάζει, μέσα από μια ριζική  διαφοροποίηση των διεθνών συσχετισμών. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ έκανε επιτακτική ανάγκη την ολόθερμη στροφή προς το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ικανοποίησης των κριτηρίων σύγκλισης για την ένταξη στο ενιαίο νόμισμα. Δόθηκε συνεπώς βάρος στη συγκράτηση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού.

Η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη αποσκοπούσε στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και του κράτους χωρίς να εξασφαλίσει ποτέ την επί της ουσίας έγκριση ούτε της κοινωνίας ούτε του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν η ένταξη μεν στην ΟΝΕ χωρίς όμως τις προϋποθέσεις εκείνες που θα θωράκιζαν αυτή την ένταξη.

Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που διαδέχθηκε τον Σημίτη προτίμησε τον εύκολο δρόμο της επιστροφής στις παροχές και στους διορισμούς των ημετέρων με αποτέλεσμα την εκτίναξη του χρέους.

Η παγκόσμια κρίση του 2008 επηρέασε την Ελλάδα κατά τούτο: Οι αγορές έγιναν πολύ δύσπιστες απέναντι στις χώρες που είχαν μεγάλο χρέος με αποτέλεσμα την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού. Ο Καραμανλής αντιλήφθηκε ότι δεν θα την πάλευε και ουσιαστικά έπεσε αμαχητί.

Ο Γιώργος Παπανδρέου που τον διαδέχθηκε πόνταρε σε ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα «πράσινης ανάπτυξης» και στον εκσυγχρονισμό του κράτους με την κοινωνία της πληροφορικής, την διαφάνεια με την θεσμοθέτηση της «Διαύγειας» και την ισονομία των πολιτών και αξιοκρατία με την επιλογή γραμματέων των υπουργείων βάσει βιογραφικού. Ο Γ. Παπανδρέου έκανε όμως το λάθος να μην προετοιμαστεί για την επερχόμενη ασφυξία από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και να αποπροσανατολίσει τον λαό με το εντελώς άστοχο «λεφτά υπάρχουν».

Όταν ξέσπασε η καταιγίδα, βρέθηκαν απροετοίμαστες τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση για το ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών και της εξόδου της χώρας μας από το ευρώ.

Με εργώδεις προσπάθειες από όλα τα μέρη βρέθηκε η λύση της χρηματοδότησης από Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την υπογραφή του Μνημονίου στις 2 Μαΐου 2010.

Μέσα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ήταν μάλλον φυσιολογικό να μην συναινέσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου και να σηκώσουν «αντιμνημονιακή» σημαία. Το φορτίο λοιπόν της εφαρμογής των μέτρων το ανέλαβε μόνη της η πασοκική κυβέρνηση Παπανδρέου, ήδη όμως άρχισαν να σχηματίζονται μέσα στην κοινή γνώμη δύο διαφορετικές τάσεις που χονδροειδώς ονομάστηκαν «μνημονιακή» και «αντιμνημονιακή».

Αυτοί οι χαρακτηρισμοί σαφώς και εκπορεύθηκαν από τους λεγόμενους «αντιμνημονιακούς» διότι έτσι αποκτούσαν ηθικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι το «μνημόνιο» και η «τρόικα» ήταν όροι με αρνητική συναισθηματική φόρτιση. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική : Όλοι αντιλαμβάνονταν την επαχθή πλευρά της εφαρμογής των μέτρων με την διαφορά ότι οι λεγόμενοι «μνημονιακοί» θεωρούσαν πώς το μνημόνιο αφενός ήταν μονόδρομος και αφετέρου περιελάμβανε και μεταρρυθμιστικά μέτρα που θα βελτίωναν την λειτουργία του κράτους, την δημοσιονομική πολιτική και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Το πρώτο διάστημα της εφαρμογής του μνημονίου υπήρξαν θετικά σημάδια που προέκυψαν κυρίως από περιστολή των αλόγιστων δαπανών του κράτους. Με την εφαρμογή της «Διαύγειας» αφενός οι κρατικές δαπάνες κοινοποιούντο και αφετέρου κάθε πρόσληψη ή απασχόληση νέου προσωπικού στο Δημόσιο ή στις ΔΕΚΟ γινότανε με διαγωνισμό, ανακοίνωση διαγωνισμού, υποβολή αιτήσεων ενδιαφερομένων και αξιολόγηση. Η «Διαύγεια» είναι η σπουδαιότερη προίκα που μας άφησε εκείνη η περίοδος.

Στα μέσα του 2011 έγινε αντιληπτό ότι η πορεία των πραγμάτων δεν ήταν καθόλου καλή και ότι θα χρειαζότανε και δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης. Η αποτυχία του πρώτου προγράμματος οφειλότανε τόσο στον πρόχειρο σχεδιασμό του όσο και στην καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων στις οποίες αντιδρούσαν σθεναρά συνδικαλιστικοί φορείς και ελίτ υπερπροστατευμένες από το κράτος. Δυστυχώς δεν υπήρξε και η σωστή αντίδραση από τους εκτός κυβέρνησης πολιτικούς φορείς, κυρίως την ΝΔ του Σαμαρά που επέμενε στο «αντιμνημονιακό» μπαϊράκι και ουσιαστικά αβαντάριζε το κίνημα των «αγανακτισμένων» που ξεκίνησε τον Μάιο του 2011. Ο Σαμαράς βέβαια υπονόμευε και το δικό του μέλλον γιατί οι «αγανακτισμένοι» βοήθησαν ώστε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης να στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα άλλο προς την Χρυσή Αυγή, κόμματα που σπεκουλάριζαν ανενδοίαστα πάνω στην δυσφορία του λαού για τα μέτρα.

Ο Παπανδρέου, στα τέλη του 2011, επέμεινε για συναίνεση την οποία απέκρουσε ο Σαμαράς που ζητούσε εκλογές. Το δημοψήφισμα που πρότεινε ο Παπανδρέου για αποδοχή ή όχι του μνημονίου, το οποίο μετατράπηκε από την Ε.Ε. σε παραμονή ή όχι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ταρακούνησε τον ελληνικό πολιτικό κόσμο και, χωρίς φυσικά να διεξαχθεί, έφερε την συναίνεση για συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον πρώην αντιπρόεδρο του ΔΣ της ΕΚΤ Λ. Παπαδήμο. Κύριος στόχος της συγκυβέρνησης ήταν η έγκριση του δεύτερου πακέτου βοηθείας και οι διαπραγματεύσεις για αναδιάρθρωση του χρέους, πράγμα που τελικά επιτεύχθηκε αλλά δεν εδραίωσε την συναίνεση η οποία είχε να αντιμετωπίσει μεγάλη λαϊκή αντίδραση ενορχηστρωμένη κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την επιθυμία του Σαμαρά να πάει σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ίδιο.

Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις κατορθώθηκε να γίνει κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ υπό τον Σαμαρά που αποτέλεσε την δεύτερη απόπειρα μιας κατά το δυνατόν ευρείας συναίνεσης. Βεβαίως η καθυστέρηση αλλά και η ακυβερνησία που επέφεραν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν εις βάρος της προσπάθειας για αντιμετώπιση της κρίσης.

Αυτή η κυβέρνηση είχε συγκεκριμένες επιτυχίες κυρίως στην περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, την δραστική μείωση της τιμής των φαρμάκων που ελάφρυνε τις δαπάνες ασφαλιστικών ταμείων και κράτους, την προώθηση κάποιων μεταρρυθμίσεων αλλά και στην εδραίωση καλύτερου κλίματος εμπιστοσύνης στους εταίρους της Ε.Ε. Ορατό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η εμφάνιση στα τέλη του 2014 ενός μικρού ποσοστού ανάπτυξης μετά από έξη χρόνια ύφεσης.

Η ήττα του Σαμαρά στις Ευρωεκλογές του 2014 σαν αποτέλεσμα της φθοράς από τα αντιδημοφιλή μέτρα σε συνδυασμό με την δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ περί σχισίματος των μνημονίων και επιστροφής στο προ κρίσης βιοτικό επίπεδο του λαού μέσω μιας αριστερής, ριζοσπαστικής πολιτικής, οδήγησε τον αρχηγό της ΝΔ σε μια λαϊκίστικη οπισθοδρόμηση, με ανασχηματισμό, εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων και μια αποτυχημένη, βεβιασμένη προσπάθεια να κλείσει η τελευταία αξιολόγηση του μνημονίου για να περάσει η χώρα στο πιο ελαστικό καθεστώς της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής.

Οι επόμενες εκλογές, στις αρχές του 2015, ανέδειξαν νικητή τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Η νίκη αυτή χαρακτηρίζεται σαν επικράτηση των «αντιμνημονιακών» έναντι των «μνημονιακών».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ρίχνει το βάρος της πολιτικής του στην διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους εταίρους για μια πιο συμφέρουσα συμφωνία με αναδιάρθρωση του χρέους ενώ στο εσωτερικό της χώρα επικρατεί απραξία, πλήρης χαλάρωση στην είσπραξη φόρων και γενική παράλυση.

Ενώ τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο με επιστροφή στην ύφεση και μεγάλη αύξηση του χρέους, ο Τσίπρας εξαγγέλλει τον Ιούνιο δημοψήφισμα όπου το ερώτημα είναι αν ο ελληνικός λαός αποδέχεται ένα σχέδιο συμφωνίας που πρότειναν οι εταίροι. Πρόκειται για ψευδοερώτημα διότι οι εταίροι δηλώνουν κατηγορηματικά ότι η πρόταση αυτή έχει αποσυρθεί από το τραπέζι, οπότε για τους μεν οπαδούς του ΝΑΙ το ερώτημα είναι ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ και στην Ευρώπη ενώ για τους οπαδούς του ΟΧΙ το ερώτημα είναι μνημόνιο και εθνική ταπείνωση ή όχι μνημόνιο και εθνική υπερηφάνεια. Την ίδια ώρα είναι σαφές από τις δημοσκοπήσεις ότι σχεδόν το 70% των Ελλήνων επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν συντριπτικό, με 61% υπέρ του ΟΧΙ. Σε αυτό το σημείο διακρίνουμε δύο επίπεδα συναίνεσης για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Μια πιο περιορισμένη αλλά και πιο αποφασιστική και ξεκάθαρη συναίνεση, της τάξης του 40% και μια εν δυνάμει πιο πλατειά συναίνεση της τάξης του 70%.

Μετά το δημοψήφισμα και εν μέσω τεράστιας αγωνίας για το μέλλον της χώρας, ο Τσίπρας κάνει τη μεγάλη στροφή και αποδέχεται νέα συμφωνία, σαφώς πιο σκληρή από αυτήν που μας είχε ζητήσει να απορρίψουμε. Στη συνέχεια γίνονται εκλογές, ο Τσίπρας κερδίζει, ξανακάνει κυβέρνηση ισχνής πλειοψηφίας με τους ΑΝΕΛ και τίθεται σε ψηφοφορία η εφαρμογή του νέου μνημονίου.

Ανεξάρτητα από τον ερασιτεχνισμό και την κουτοπονηριά του Τσίπρα και της κυβέρνησής του, από την αλλαγή, μάλλον προς το καλύτερο, ηγεσίας της ΝΔ και από την χαώδη κατάσταση που βρίσκεται ο πολιτικός χώρος της κεντροαριστεράς, οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές από ποτέ για την συναίνεση του 70% το οποίο έχει πειστεί ότι εκτός Ευρώπης και ευρώ το μέλλον της Ελλάδας διαγράφεται μια μαύρο από τις μαύρες τρύπες. Σε αυτό πλέον συμφωνεί και ο Τσίπρας και φαίνεται ότι συμφωνούν και οι οπαδοί του αν και ευρισκόμενοι σε προφανή σύγχιση.

Θεωρώ λοιπόν εκ των ων ουκ άνευ μια, για πρώτη φορά – και αυτή η πρώτη φορά είναι σημαντική, συζήτηση για το ποια ακριβώς μορφή θα πάρει αυτή η συναίνεση ώστε να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για το εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, σε συνεργασία με τους εταίρους και πώς θα υπάρξει εκ μέρους μας μια λογική, συνεχής και συνεπής διαπραγματευτική τακτική.

Ο κλεφτοπόλεμος φθοράς, διόρισα, διόρισες, είπα, ξείπες πρέπει να δώσει την θέση του στη σοβαρότητα και στον ειλικρινή διάλογο. Αν δεν υπάρξει συναίνεση τώρα, είναι αμφίβολο αν θα έχουμε άλλη ευκαιρία.

Το σημείωμα αυτό έχει βοηθηθεί από την δομή και ορισμένα συμπεράσματα του βιβλίου «Καταστροφές και Θρίαμβοι» του Στάθη Καλύβα. Δική μου πρόθεση ήταν να επισημάνω τις ιστορικές περιόδους μετά την χούντα όπου υπήρξαν πραγματικά συνθήκες και προϋποθέσεις για μια ευρύτερη συναίνεση στην ελληνική κοινωνία και την πολιτική σκηνή, καταλήγοντας ότι σήμερα είναι πιο ώριμο και αναγκαίο από ποτέ αυτό το αίτημα που μπορεί να συμπεριλάβει πολίτες και κόμματα από την δημοκρατική δεξιά μέχρι και την δημοκρατική αριστερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου