Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΚΤΟΡΑΣ, Ο ΠΑΠΠΟΥΣ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ

Στην άξια μνήμη του καπετάν Έκτορα.

Εφέτος για τον Αντρέα και μένα η χρονιά είναι φορτισμένη. Τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης είναι σταθμός και αφορμή περίσκεψης για όλους τους Έλληνες, τα εκατό χρόνια από την γέννηση του πατέρα είναι λόγος νοσταλγίας και αναπόλησης για τα τέκνα του Λέλου Σκιάνη.

Τον χάσαμε πριν από τριανταπέντε χρόνια. Δεν ήταν μεγάλος, ήταν όμως ταλαιπωρημένος από την ελλιπή λειτουργικότητα ενός πληγωμένου μυοκάρδιου.  Άνθρωπος με μια καρδιά μεγάλη – μεταφορικά – είχε αποκτήσει και μεγάλη καρδιά κυριολεκτικά. Έφυγε γενναίος, όπως έζησε.

Έμεινε ορφανός από μάνα και πατέρα στα δώδεκα. Έχασε τον δίδυμο αδερφό του ετών είκοσι, εκτελεσμένο από τους φασίστες γερμανούς και προδομένο από τους φασίστες έλληνες. Στο μεταξύ είχε μπει στη Σχολή Ευελπίδων και βγήκε στο δεύτερο έτος – λόγω του πολέμου έκλεισε η Σχολή - με τον βαθμό του ανθυπασπιστή. Την αποφασιστική ώρα είπε το μεγάλο ΝΑΙ. Πέρασε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.

Για την προσφορά του στην πατρίδα, ο καπετάν Έκτορας διώχθηκε και βασανίστηκε. Πρόλαβε να ζήσει την δικαίωση, που για εκείνον ήταν πολυτιμότερη από κάθε υλικό αντίκρισμα, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Την συμμετοχή του στον αγώνα για την Ελευθερία την θεωρούσε πάντα σαν το κορυφαίο γεγονός του βίου του και την σπουδαιότερη προσφορά του – κα ας υπήρξε ένας σπουδαίος σύζυγος και πατέρας που έδωσε πάρα πολλά στην οικογένειά του. Αλλά ποιος λέει ότι το ένα είναι ανεξάρτητο από το άλλο; Το σημαντικότερο που μας έμαθε ο πατέρας, η μεγαλύτερη διδαχή του, ήταν η αγάπη για τον άνθρωπο, την πατρίδα, την ελευθερία και την δημοκρατία. Α, και να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που είμαστε.

Ο Λέλος είχε ταλέντο στο γράψιμο. Έδειξε αυτήν του την ικανότητα κυρίως σε επιστολές και υπομνήματα. Στο τέλος του βίου του, εκεί που ο περαματάρης τον κυνηγούσε ανελέητα, βιάστηκε να γράψει απομνημονεύματα. Αν και κάτω από μεγάλη πίεση χρόνου, αντεπεξήλθε με επιτυχία και τα γραπτά του είναι πολύτιμη για μας παρακαταθήκη. Μερικά κομμάτια ξεπερνούν το όριο του στενού οικογενειακού ενδιαφέροντος. Στο απόσπασμα που παραθέτω αυτούσιο παρακάτω, ισορροπεί αξιοθαύμαστα την λογική με το συναίσθημα. Πριν από εκατό χρόνια γεννήθηκε ένας άνθρωπος που ήταν πατέρας μου και θα είμαι, όσο ζω, περήφανος γι’ αυτόν.

«Ο παππούς μου είχε αρκετά χτήματα και γι’ αυτό λογιζόταν ένας από τους καλύτερους νοικοκυραίους του χωριού. Τα κτήματα τα έσπερναν στάρι, κριθάρι και διάφορα άλλα είδη δημητριακών, αλλά η απόδοσή τους ήταν ελάχιστη, για αυτό πολλές φορές δεν έπαιρναν ούτε το σπόρο. Εκείνα που τους απέδιδαν κάποιο εισόδημα ήταν οι ελιές και οι συκιές, που αφθονούσαν στην περιοχή και λιγότερο τα αμπέλια, όλα αυτά όμως είχαν πολύ κόπο για να μαζευτεί ο καρπός. Ασχολιότανε όλη η οικογένεια μ’ αυτά, ακόμα και τα μικρά παιδιά βοηθούσαν, μάζευαν ελιές και έφταναν σύκα. Και μ’ όλα αυτά το εισόδημά τους ήταν πολύ μικρό.

Είχαν όμως και ένα άλλο εισόδημα από την καλαθοπλεκτική. Όλες σχεδόν οι παληές οικογένειες έπλεκαν καλάθια, από τα πολύ μεγάλα που τα λέγανε «ταρπιά», τα πιο μικρά τις «κόφες» και τα μικρότερα τα «κοφίνια». Όλα αυτά γινόντουσαν από βέργες λυγαριάς τις λεγόμενες «καναπίτσες» (το σωστό κουνουπίτσες) πού ήταν ο σκελετός και από καλάμια, που αποτελούσαν το «γέμισμα» αυτών. Τη δουλειά αυτή την κάνανε όταν δεν υπήρχαν άλλες γεωργικές εργασίες π.χ. το χειμώνα, που συνήθως μάζευαν και ετοίμαζαν τα υλικά και το καλοκαίρι. Τα καλάθια αυτά τα πουλούσαν σ’ όλα τα γύρω χωριά αλλά και σε όλα τα χωριά του νησιού πηγαίνοντας με τα πόδια και γυρίζοντας πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν τα πουλούσαν πάντοτε με χρήματα, αλλά γινότανε ανταλλαγή με άλλα είδη,-όπως σιτάρι, φασόλια, πατάτες, φακές κλπ.

Για την κατασκευή των καλαθιών χρησιμοποιούσαν ένα είδος μαχαιριού που το λέγανε «κάτσουνα» γι’ αυτό και τους συγχωριανούς μου τους λέγανε οι κάτοικοι των γύρω χωριών «κατσουναίους». Μάλιστα -λέγεται- ότι όταν κάποιον κακολύριανο τον έπιασε ο χωραφάρης (αγροφύλακας δηλαδή) να κόβει καλάμια ή καναπίτσες από ένα ξένο χωράφι του κατάσχεσε τον κάτσουνα και τον πήγε στο Δήμαρχο να δικαστεί. (Την εποχή εκείνη έβγαζαν Δήμαρχο πολλά χωριά μαζί κι ο δήμαρχος έκανε χρέη δικαστή. Ο Δήμαρχος έβγαινε στο χωριό Καλημεριάνοι). Ο Δήμαρχος τον ρώτησε τι έχει να απολογηθεί και αυτός απάντησε «τον κάτσουνα κυρ-Δήμαρχε». Αυτό τον έκοβε, το ότι του πήρανε τον κάτσουνα!

Ο παππούς μου έχασε το φως του όταν εγώ είμανε πολύ μικρός, για αυτό τον θυμάμαι πολύ λίγο με γερά τα μάτια του να πλέκει καλάθια τα καλοκαίρια κάτω από μία καρυδιά που υπήρχε στο χτήμα του «Μηλιώτη». Πολλές φορές τον βοηθούσε και ο πατέρας μου σ’ αυτή τη δουλειά. Περισσότερο τον θυμάμαι όταν έμεινε τελείως τυφλός για πολλά χρόνια,ίσως 6 – 7.Πέθανε το 1933, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου, σε ηλικία πάνω από 60 χρόνων.

Εδώ θα πω λίγα λόγια για τις φάρσες που του κάναμε και εμείς τα εγγόνια του, που πολλές φορές έφταναν τον σαδισμό, χωρίς να αισθανόμαστε συμπόνια και θλίψη για την τραγική του κατάσταση. Έτσι ανελέητα είναι τα μικρά παιδιά στους μεγάλους, δεν αισθάνονται οίκτο ούτε αγάπη και για τους πιο στενούς συγγενείς. Εμάς μας διασκέδαζε το ότι καταφέρναμε να τον ξεγελάσουμε, εκμεταλλευόμενοι την αναπηρία και την απλοϊκότητα του. Μια απ’ αυτές τις φάρσες είναι η πιο κάτω:

Του είπαμε ότι έπεσε μία μικρή πέτρα από τον ουρανό στο χωράφι του Βαγγέλη Στάμου, που ήταν κοντά στο Μηλιώτη, που δεν μπορούσε να την μετακινήσει κάνεις, παρ’ όλο που ήταν τόσο μικρή. Αφού λοιπόν δοκιμάσανε μερικοί συγχωριανοί μας, πήγε και ο ιδιοκτήτης του χωραφιού να δοκιμάσει και αυτός. Αλλά επειδή ούτε αυτός μπόρεσε να τη σηκώσει θύμωσε και πήρε μία βαρειά να τη σπάσει. Αλλά η βαρειά κόλλησε πάνω στην πέτρα και δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει. Φαίνεται -του λέμε- την πέτρα αυτή την έστειλε ο Θεός να δοκιμάσει τους ανθρώπους, ποιοι είναι καλοί και ποιοι αμαρτωλοί. Όσοι δοκίμασαν να τη σηκώσουν κάνουν κάθε μέρα μετάνοιες για να τους συγχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες τους. Κι’ ο Βαγγέλης ο Στάμος που δοκίμασε να τη σπάσει έπεσε βαριά άρρωστος. Τούπαμε και πολλά άλλα για να πιστέψει ότι η πέτρα αυτή ήταν ιερή και ότι ένας αναμάρτητος θα μπορούσες να τη σηκώσει. Αλλά πού να βρεθεί τέτοιος, αφού κι’ ο παπάς του χωριού δεν κατάφερε να το κάμει;

Τότε μας παρακάλεσε να τον πάμε εκεί που ήταν η πέτρα να δοκιμάσει και αυτός την πίστη του στο Θεό- πίστευε πολύ και έλπιζε ότι ο Θεός θα τον αξίωνε να πετύχει εκεί που αποτύχανε οι άλλοι.

Αφού τον φέραμε μερικές βόλτες κρατώντας τον από το χέρι, τόσες που να φανεί ότι διασχίσαμε την απόσταση από κει που ξεκινήσαμε μέχρι το σημείο της πέτρας, φτάσαμε πάνω από την πέτρα. Του είπαμε:

Εδώ είναι, σκύψε να την πιάσεις. Έσκυψε, την έπιασε, αλλά έπιασε και το ξύλο που είχαμε βάλει πάνω από την πέτρα και το πατούσαμε από τις δύο μεριές, οι μισοί από τη μία και οι άλλοι μισοί από την άλλη, για να μην μπορεί να τη σηκώσει! Όταν μας ρώτησε, τί είναι αυτό το ξύλο, του είπαμε ότι είναι το στυλιάρι της βαρειάς του Στάμου που κόλλησε πάνω της! Βρε τον αθεόφοβο - λέει - και έκαμε το σταυρό του. Είπε «Θεέ μου βοήθησέ με» και επιχείρησε να τη σηκώσει. Αλλά πού να τη σηκώσει, αφού την πατούσαμε όλοι μας με το ξύλο; Τότε σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και είπε:

Θεέ μου κι’ εγώ αμαρτωλός είμαι; και δάκρυσαν τα μάτια του. Έκαμε και δεύτερη και Τρίτη προσπάθεια, αλλά η πέτρα έμενε ακίνητη. Τότε στενοχωρήθηκε πολύ και με βαρειά καρδιά μας είπε να τον πάμε πίσω. Εμείς οι αθεόφοβοι ούτε σ’ αυτή τη στιγμή δεν τον λυπηθήκαμε, να τον αφήσουμε να τη σηκώσει να νοιώσει την ικανοποίηση ότι δεν ήταν αμαρτωλός. Βέβαια, σε αυτό και σε άλλα που του κάναμε φταίγανε οι μεγάλοι εγγονοί του, γιατί εγώ και ο Νίκος είμαστε πολύ μικροί, 10 χρονών περίπου και περισσότερο ο εγγονός του από το δεύτερο παιδί του -τον Ξυνιάρη- ο Βασιλάκης- που έμενε μαζί τους ο παππούς μου.

Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι πολλά άλλα παραμύθια που σκαρφιζόμασταν του τα λέγαμε και τα πίστευε, εκείνο που δεν μπορούσε να πιστέψει ήταν το αληθινό, το πραγματικό.

Μια μέρα πέρασε πάνω από το χωριό ένα αεροπλάνο που πήγαινε αργά και χαμηλά -όπως τα αεροπλάνα εκείνης της εποχής- και έκανε ένα διαβολεμένο θόρυβο. Ο παππούς μας ακούει αυτό το θόρυβο, που ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για αυτόν και μας ρώτησε, τί ήταν αυτή η βουή. Εμείς αυτή τη φορά του είπαμε την αλήθεια, ότι είναι ένα σιδερένιο πράγμα με φτερά και μηχανή που πετάει και μεταφέρει ανθρώπους από τη μία πόλη στην άλλη. Και το λένε αεροπλάνο. Αδύνατο να το πιστέψει! Η πραγματικότητα για αυτόν ήταν πάνω από κάθε παραμύθι που του λέγαμε. Μα μήπως είχε άδικο; Τα επιτεύγματα του ανθρώπου δεν ξεπέρασαν πολλές φορές και την πιο τολμηρή φαντασία; Και το πιο μεγάλο παραμύθι;».
 

4 σχόλια:

  1. Τί όμορφα που έγραφε ο καπετάνιος!!!!!!
    Πόσα θυμάμαι......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ συγκινήθηκα Γιώργο!! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπει!!!!!!! Κάθε μέρα προσεύχομαι γι αυτόν όπως και για όλους. Τον αγαπούσα και τον εμπιστευόμουν σε ό,τι μου έλεγε. Τι να σου πω.... σελίδες θα μπορούσα να γράψω γι αυτά που νοιώθω. Αντρέα και Γιώργο δικαίως είστε περήφανοι για τον πατέρας σας, αλλά κι εκείνος για σας. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για σας, ούτε ανησυχούσε, μόνο σας καμάρωνε! Αχ βρε Λέλο, έφυγες νωρίς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Από τους ανθρώπους που ευτύχησα να γνωρίσω. Θυμάμαι την αγαπημένη του θέση στον καναπέ του σαλονιού σας και το σχεδόν μόνιμο ήρεμο ύφος του. Μα πάνω απ όλα τη στάση ζωής του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χωρίς να γνωρίζεις τον Καπετάνιο, καταλαβαίνεις το μεγαλείο του. Ευχαριστώ Γιώργο που το μοιράζεσαι μαζί μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή