Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ.




Το φέρι κάνει την τελευταία μανούβρα πριν να δέσει. Mε το μπιπ-μπιπ του αλάρμ πέφτει αργά ο καταπέλτης. Ο Μιχάλης Σκλαβούνος, ψηλός, μουσάτος, συμπαθητικός, είναι από τους πρώτους έτοιμος για αποβίβαση, με τρεις μεγάλες βαλίτσες δίπλα του. Η Σπυριδούλα Τσιγαρίδα, η μικροκαμωμένη γλυκιά κοπελίτσα με το μαύρο κολάν, τη μαύρη φανελίτσα και το σακίδιο είναι καβάλα στο βεσπάκι με τη μπαγκαζιέρα.



Ο πενηντάρης που καπνίζει και συζητάει με τον Στράτη τον ψαρά στην αποβάθρα είναι ο Κούλης Γεωργίου. Χαλαρός και σίγουρος για τον εαυτό του, παζαρεύει ένα μεγάλο φαγκρί. Για τον Κούλη ο κόσμος χωρίζεται στους έξυπνους και τα κορόιδα. Για την ακρίβεια, ο Κούλης είναι ο έξυπνος και οι άλλοι τα κορόιδα. Όλοι πάνε να τον γελάσουνε και όλους τους γελάει. Γι αυτό είναι το αφεντικό του νησιού. Ο μοναδικός εργολάβος οικοδομών, μεσίτης, ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ, πράκτορας της Εθνικής Τράπεζας και της Western Union.



Ο καταπέλτης πέφτει και βιαστικά ξεχύνονται οι άνθρωποι και τα λίγα οχήματα. Ο Κούλης σηκώνει το κεφάλι του και ξεχωρίζει το μπόι του Μιχάλη. Του κάνει νόημα να μείνει εκεί που βρίσκεται. Λέει στον Στράτη να πάει το φαγκρί στη γυναίκα του στο σπίτι και βαδίζει αργά, με τα χέρια στις τσέπες, προς το πρόχειρα παρκαρισμένο Cherokee.

Μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπροστά κάνει έναν γρήγορο ελιγμό και σταματάει μπροστά στο Μιχάλη. –Πέτα τα μέσα και ανέβα. Ο Μιχάλης βάζει τις βαλίτσες πίσω και κάθεται δίπλα στον Κούλη. –Πού είναι η δικιά σου; -Πίσω, με το μηχανάκι.

Ο Κούλης βλέπει στον καθρέφτη τη Σπυριδούλα και βάζει μπροστά. –Θα σας πάω στο διαμέρισμα που σας έλεγα. Δυαράκι, επιπλωμένο και φτηνό. Δυόμισι κατοστάρικα μόνο. Και καινούργιο, τσίλικο. Τώρα το τελείωσα, είσαστε οι πρώτοι.

Φτάνουν σε ένα τριώροφο, σχεδόν γιαπί. –Αυτό είναι. Θα σας πάω πάνω να σας δείξω το διαμέρισμα. Τα κλειδιά δικά σας. Δύο ζευγάρια.

Ο Κούλης παίρνει τη μια βαλίτσα και ο Μιχάλης τις άλλες δύο. Η Σπυριδούλα αφήνει το βεσπάκι και πλησιάζει με το σακίδιο στην πλάτη. Ο Κούλης της δίνει τη βαλίτσα. –Κάνε σε παρακαλώ τον κόπο γιατί μ’ έχει ταράξει η μέση.

Ο Κούλης έχει φύγει και τα παιδιά τακτοποιούν μερικά πράγματα στη ντουλάπα. Η Σπυριδούλα χαϊδεύει τα μαλλιά του Μιχάλη. –Πώς το βλέπεις το διαμέρισμα μωρό μου; -Μάπα. –Εντάξει, δεν θα το παντρευτούμε, ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε. –Τσίλικο λέει. Για τον πούτσο.

Ο Κούλης έχει καλέσει τα παιδιά το βράδυ σπίτι για τα καλωσορίσματα. Τους έχει πουλήσει το μαγαζί, το μικρό καφέ και τους νοικιάζει και το σπίτι. Τώρα θέλει να τους δείξει ότι είναι κιμπάρης. Το μεγάλο φαγκρί θυσία στην εικόνα του κουβαρντά.

Τα παιδιά φτάνουν στο σπίτι με ένα γαλακτομπούρεκο που πήραν από τον φούρνο της Φλώρας. Η Ρένα, η γυναίκα του Κούλη, τους υποδέχεται. Της δίνουν το γαλακτομπούρεκο. –Δεν ήταν ανάγκη βρε παιδιά. Από την Φλώρα, ε; Ο Κούλης επεμβαίνει. –Από την Φλώρα θα παίρνετε τα ψωμάκια και τις πίττες. Έχει καλά πράγματα η Φλώρα. Και καλές τιμές. Ξέρει ότι είσαστε δικοί μου.

Στο μικρό καφέ με την επωνυμία Μουράγιο, Σπυριδούλα και Μιχάλης καθαρίζουν και ταχτοποιούν από πολύ πρωί. Έχουν πάρει και ζύμες από τη Φλώρα να τις δοκιμάσουν. –Μιχάλη πώς σου φαίνονται οι ζύμες; -Μάπα.

Η ώρα έχει πάει δέκα και στο καφέ μπαίνει ο Κούλης με τον αέρα ιδιοκτήτη. –Καλορίζικο. Πώς πάει, καλά; Ο Μιχάλης δε μιλάει. Η Σπυριδούλα απαντάει χωρίς να στρέψει το κεφάλι. –Καλά. -Θα μου κάνετε ένα καφεδάκι; Ένα φρέντο με δύο ζάχαρες. –Δεν έχουμε ανοίξει κανονικά. Δεν έχει ζεσταθεί η μηχανή. –Τότε ένα φραπέ γλυκό.

Ο Μιχάλης φτιάχνει το φραπέ. –Τι χρωστάω; -Κερασμένο. –Έλα τώρα. Για τα καλορίζικα. Πόσο κάνει; -Ογδόντα λεπτά. Ο Κούλης δείχνει ενοχλημένος. –Ογδόντα λεπτά; Όχι ρε παιδιά. Χαλάτε την πιάτσα. Ενάμισι τον έχουνε όλοι. Μην τα κάνετε αυτά, θα σας την πέσουν οι άλλοι. Ο Μιχάλης είναι κοφτός. –Εγώ τον φραπέ τον δίνω ογδόντα λεπτά.
Δυο μέρες μετά. Ο Κούλης μπαίνει στο Μουράγιο. Είναι μόνη της η Σπυριδούλα. –Καλημέρα. Ο δικός σου δεν είναι εδώ; -Πήγε στο πλοίο να παραλάβει ζύμες. –Ζύμες; Δεν παίρνετε από την Φλώρα; -Δε μας αρέσουνε της Φλώρας. –Δε σας αρέσουνε; Εδώ είναι νησί. Όταν έχει καιρό μπορεί να κάνει και είκοσι μέρες να πιάσει καράβι. Θα ξεμείνετε. Μην κάνετε εξυπνάδες. Τέλος πάντων, μικροί είσαστε, θα μάθετε. Φτιάξε μου ένα φρέντο. Και ένα νεράκι. –Νεράκι στο ψυγείο. –Μπορείς να μου το πιάσεις σε παρακαλώ; Δε μπορώ να σκύψω, αυτή η μέση με έχει πεθάνει. Η Σπυριδούλα σκύβει να πιάσει το νερό. Ο Κούλης την αιφνιδιάζει με μια παλαμιά στον πεταχτό πισινούλη με το κολάν. –Τι κάνεις εκεί ρε; Ο Κούλης χαζογελάει. –Δε μπόρεσα να κρατηθώ. –Πάρε δρόμο αμέσως μην έρθει ο Μιχάλης και σε αρπάξει. –Σιγά τον άντρα τον σκληρό. Εγώ θα το φάω το γλυκό μου, ο κόσμος να χαλάσει. Εδώ είναι νησί και το νησί είναι ο Κούλης.

Λίγες μέρες μετά. Ο Μιχάλης με ένα καλάμι ψαρεύει στο λιμάνι, μπροστά στο μαγαζί του Κούλη. Είναι οχτώ και είκοσι η ώρα, όταν φτάνει ο Κούλης με το τζιπ του. Παρκάρει, βλέπει τον Μιχάλη και τον πλησιάζει. –Τι έγινε, το κλείσαμε το μαγαζί; -Είναι η Σπυριδούλα. –Κι εσύ τι κάνεις, ξεπαστρεύεις τη μαρίδα; -Μπορεί. Ο Κούλης σηκώνει τους ώμους. –Ότι πεις αφεντικό. Ο Κούλης πάει να ανοίξει το μαγαζί του. Ο Μιχάλης κοιτάζει το ρολόι του.

Ο Μιχάλης είναι για ψάρεμα όπως κάθε μέρα από τότε που ανακάλυψε αυτό το ευχάριστο σπορ. Καθώς δολώνει, στην προβλήτα πλησιάζει ένα φουσκωτό με τρία άτομα που φορούν στολές κατάδυσης, μάσκες και αναπνευστήρες. Οι δύο κρατάνε ψαροντούφεκα ενώ ο τρίτος είναι στο πηδάλιο. Ο Μιχάλης στρέφει το κεφάλι του, τους κοιτάζει φευγαλέα, ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του που δείχνει οχτώ και τριάντα και περνάει το δόλωμα στ’ αγκίστρι.

Οι δύο άντρες με τα ψαροντούφεκα, ξυπόλητοι, περνάνε τον δρόμο και μπαίνουν στο μαγαζί του Κούλη. Μετά από οχτώ λεπτά βγαίνουν και πηδάνε στο φουσκωτό όπου τους περιμένει ο τρίτος με αναμμένη τη μηχανή.

Η ώρα είναι δέκα. Στο Μουράγιο έχει πέσει δουλειά με καφέδες για έξω. Στο καφέ μπαίνει ο γιος του Στράτη, ο Κώστας αναστατωμένος αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει κάποιον ενθουσιασμό. –Την πέσανε στον Κούλη! -Πώς την πέσανε; -Τον ληστέψανε κάτι ψαροντουφεκάδες. –Ψαροντουφεκάδες; Πού; -Στο μαγαζί του. Τον χώσανε σ’ ένα βαρέλι φέτα και του πήρανε από την κάσα πενήντα-εξήντα, κάπου εκεί. –Μια ζωή να χτυπάγανε ροφούς δε θα βγάζανε τόσα. –Και τι γίνεται τώρα; -Έρχεται λέει αστυνόμος από τον Πειραιά για την ανάκριση.

Η Κική Καλογήρου, βέρα Πειραιώτισσα, σου δίνει κατευθείαν την εικόνα της κολοπετσωμένης μαγκίτισας. Υπαστυνόμος, ετών τριανταπέντε, δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει. Έχοντας διαβάσει τουλάχιστον είκοσι φορές το «Έγκλημα και Τιμωρία» και έχοντας μελετήσει βαθειά το κλασικό εγχειρίδιο εγκληματολογίας του κοσμήτορα του Πανεπιστημίου της Μόσχας Γκεόργκι Σκιανόφ, θεωρείται ανατέλλων αστέρας της υπηρεσίας δίωξης κοινού εγκλήματος.

Από τους πρώτους μάρτυρες που ανέκρινε η Καλογήρου για την υπόθεση Κούλη Γεωργίου ήταν ο Μιχάλης Σκλαβούνος ο οποίος είδε αλλά δεν πρόσεξε. Για την γάτα Καλογήρου δεν είναι περίεργο που ένας νέος εικοσιεφτά χρονών με τα «στον κόσμο του» χαρακτηριστικά του Μιχάλη δε δίνει σημασία σε δύο ψαροντουφεκάδες με πλήρη εξάρτηση που μπαίνουν σε ένα σούπερ μάρκετ ή και πρακτορείο τράπεζας. Ομοίως της είναι απόλυτα κατανοητό ότι μια αγράμματη ηλικιωμένη παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλη τη σκηνή και ήταν πρόθυμη να μαντέψει τα χαρακτηριστικά ανθρώπων που φορούσαν στολή και μάσκα και βρισκόντουσαν σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων από το παράθυρό της.

Παρ’ όλα αυτά, η διαίσθηση της Καλογήρου της λέει ότι ο Μιχάλης κάτι ξέρει. Αυτή την διαίσθηση τη μοιράζεται και το θύμα, ο ταπεινωμένος, έκπληκτος και έξαλλος Κούλης Γεωργίου που η προκατάληψή του δεν τον αφήνει να βγάλει αυτόν τον άχρηστο νεαρό από το μυαλό του.

Μέσα σε δεκαπέντε μέρες η υπόθεση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Το καφέ Μουράγιο δουλεύει κανονικά και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις του αφεντικού του νησιού, δουλεύει καλά. Ώσπου ένα πρωί, κατά σύμπτωση την ώρα που ο Μιχάλης είναι στο ψάρεμα, ο Κούλης επισκέπτεται την Σπυριδούλα. –Τι θέλεις εσύ εδώ; Ο Κούλης είναι σκοτεινός και απειλητικός. –Ήρθα να σου πω δυο λόγια για να συνεννοηθούμε. –Τι λόγια; -Λοιπόν, ο δικός σου μου έκατσε άσχημα από την αρχή. Μετά από όσα έγιναν το έψαξα το πράγμα, με δικούς μου ανθρώπους. Για καλή σας τύχη δε βρήκα ακόμα τίποτα. Έμαθα όμως κάποια πραγματάκια. –Λοιπόν! -Λοιπόν ο δικός σου και η μανούλα σου ήταν μαζί στο τρελάδικο. Εντάξει; Η Σπυριδούλα γίνεται κατάχλωμη. –Και σένα τι σε νοιάζει; -Με νοιάζει γιατί εγώ θα σε πηδάω όποτε και όπως γουστάρω. Αλλιώς είσαστε τελειωμένοι. Όλο το νησί θα μάθει τι κουμάσια είσαστε.

Ο Κούλης Γεωργίου περιμένει στην αποβάθρα τον πελάτη που του τηλεφώνησε από την Αθήνα. Έχει ξαναβρεί πλήρως την σιγουριά του και το αλαζονικό ύφος του, έτσι όπως συμβαίνει πάντα με τα παλιοτόμαρα του είδους του. Φοράει το μαύρο γυαλί του, κρατάει ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα και ακουμπάει πάνω στο Cherokee του.

Από το πλοίο βγαίνει με το μαύρο γυαλί, το ακριβό σπορ ντύσιμο και τον δερμάτινο χαρτοφύλακα ο δικηγόρος Νίκος Καπόζης που έχει συστηθεί τηλεφωνικά σαν Γιώργος Παπαδόπουλος.

Ο Νίκος πάει προς το μέρος του Κούλη και τον χαιρετάει με χειραψία. –Παπαδόπουλος. –Χαίρω πολύ, Γεωργίου.

Την προηγούμενη μέρα, με ένα ειδικό βανάκι, είχαν φτάσει στο νησί ο Βαγγέλης Γκάτσης και πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο ο Θανάσης Χριστόπουλος. Πήγαν κατευθείαν στα ενοικιαζόμενα της Βασιλικής Τουμπακάρη που τους περίμενε. –Ο κύριος Παύλου; –Μάλιστα. Και ο αδερφός μου Σωτήρης. –Καλώς ήρθατε. Έχουμε προνοήσει για όλα. Υπάρχουν όλες οι σχετικές ευκολίες, ράμπες, ειδική τουαλέτα, ξέρετε, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. –Ευχαριστώ, το γνωρίζω. –Θα μείνετε πολύ; -Σας είπα και στο τηλέφωνο ότι θα εξαρτηθεί από τον αδερφό μου. Δυστυχώς πάσχει από ακαθησία. –Ακαθησία; Ω, κατάλαβα, λέει η Τουμπακάρη που δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα. Ο Βαγγέλης που η κοψιά του είναι κατά περίεργο τρόπο ολόιδια με τον πιο μεγαλόσωμο από τους δύο ψαροντουφεκάδες, άνοιξε την πίσω πόρτα του βαν και έβγαλε τον Θανάση με το αμαξίδιο.

Σε μια ράχη του νησιού, ο Κούλης Γεωργίου και ο Νίκος Καπόζης χαζεύουν τη δύση. –Μαγεία κύριε Παπαδόπουλε, ε; Και από την άλλη το πρωί την ανατολή. Πέντε στρέμματα, το φιλέτο του νησιού. Δεν περιμένατε τίποτα καλύτερο, έτσι; -Και από τιμή; -Αφήστε το πάνω μου. Αυτοί ζητάνε τρελά πράγματα, ένα γέρος ξεμωραμένος, καταλαβαίνετε, αλλά εδώ μιλάει ο Κούλης. Θα το κανονίσουμε.

Το βανάκι σταμάτησε λίγο παρακάτω. Ο Βαγγέλης Γκάτσης έβαλε μια φωνή. -Μια ερώτηση! Ο Νίκος Καπόζης κινήθηκε προς το μέρος του. Τον ακολούθησε ο Κούλης. Ο Καπόζης σκύβει στο ανοιχτό παράθυρο του οδηγού. –Ότι θέλετε στον κύριο. Εγώ είμαι ξένος. Ο Καπόζης αποσύρεται από το παράθυρο και την θέση του παίρνει ο Κούλης. Ο Βαγγέλης είναι γρήγορος. Η ένεση χτυπάει τον Γεωργίου στο λαιμό. –Τι… Αυτό ήταν. Ο Θανάσης πετάγεται από το αμαξίδιο σαν έμπειρος σκεϊτάς και στη θέση του φορτώνουν τον αναίσθητο Κούλη. Τα δύο αυτοκίνητα ξεκινούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το τζιπ του Κούλη το οδηγεί ο Καπόζης με συνοδηγό τον Θανάση.

Στο μεγάλο χωματόδρομο περιμένει η νταλίκα του πρακτορείου που κάνει τις μεταφορές στο νησί. Πίσω της σταματάει το τζιπ του Κούλη. Ο Καπόζης κατεβαίνει και μιλάει στον οδηγό που έχει κατεβάσει τη ράμπα.

Στο βραδυνό πλοίο επιβιβάζονται οι αδερφοί Παύλου με το βανάκι, ο κύριος Παπαδόπουλος με τον φίλο του Δουλγέρογλου και η νταλίκα του αλβανού πράκτορα μεταφορών.

Ο Κούλης Γεωργίου, το Μεγάλο Αφεντικό, εξαφανίστηκε μαζί με το αμάξι του και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ. Η υπόθεση αυτή συζητιέται ακόμη και σήμερα αλλά δεν πολυστενοχώρεσε κανέναν, ούτε καν την κυρία Ρένα. Το καφέ Μουράγιο είναι σημείο αναφοράς στο νησί και τα παιδιά έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε δικό τους σπιτάκι σε μια όμορφη πλαγιά. Έχουν ένα μπόμπιρα και ένα σκύλο.

Η υπαστυνόμος Καλογήρου παραιτήθηκε μετά από την παταγώδη αποτυχία της στην υπόθεση Γεωργίου και άνοιξε ένα όμορφο κουτούκι στη Δραπετσώνα όπου συναντιούνται καμιά φορά για ψαράκι τηγανητό και ρετσίνα οι παλιόφιλοι Μιχάλης, Νίκος, Βαγγέλης και Θανάσης. Η ταβερνιάρισσα, την ώρα της παραγγελίας, τους ρίχνει μια διφορούμενη ματιά.





















Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

MEAT MEETING





Μάκης Σουρελές. Πλησιάζει τα σαράντα. Ένα και εβδομηνταοχτώ, εβδομήντα κιλά, ήρεμο πρόσωπο, μαλλιά ίσια, καστανά, χτενισμένα στο πλάι, γυαλιά με συνηθισμένο σκελετό πάνω από γαλάζια μάτια.

Μάκης Σουρελές. Κάθε πρωί, στις εφτά ακριβώς ξεκινάει για τη δουλειά, κουστούμι, γραβάτα. Στις τέσσερις και μισή είναι πίσω. Ενίοτε η ώρα επιστροφής αλλάζει.

Τι αξιοσημείωτο μπορεί να δει κανείς στον Σουρελέ; Τη μονοτονία. Τη μηχανική επανάληψη. Η επανάληψη αυτή περιλαμβάνει και τα δεκαπενθήμερα δείπνα.

Ο Σουρελές μαγειρεύει σπουδαία αλλά δεν είναι γκουρμεδιάρης. Μαγειρεύει κρέας χοιρινό, μοσχαρίσιο και βοδινό με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη του τέχνη όμως είναι ο τεμαχισμός. Παίρνει μεγάλα κομμάτια κρέας και τα τεμαχίζει σαν επιδέξιος χειρούργος. Τα σιτεύει, τα μαρινάρει, τα μαγειρεύει. Τα συνοδεύει μόνο με σαλάτα και το κατάλληλο κρασί.

Στα δείπνα κάθονται πάντα τα ίδια οχτώ άτομα, στο μεγάλο τραπέζι της παλιάς τραπεζαρίας του μικρού διαμερίσματος του Σουρελέ. Μια πολυκατοικία της δεκαετίας του εβδομήντα στον περιφερειακό του Λυκαβηττού όπου ο Μάκης ζει μόνος του.

Ο Σουρελές σερβίρει το δείπνο ξεκινώντας από τον Υπουργό. Είναι προσεχτικός και ταχτικός, ποτέ δεν έχει πέσει φαγητό και δεν έχει χυθεί σταλιά κρασί στο παλιό, άσπρο τραπεζομάντηλο.

Οι συνδαιτυμόνες σπάνια μιλάνε και αυτό μόνο για να ζητήσουν κάτι αν και τις περισσότερες φορές τους προλαβαίνει ο Σουρελές. Στο τέλος καπνίζουν ήσυχα τα πούρα τους και αποχωρούν χαιρετώντας ευγενικά, χωρίς υπερβολική εγκαρδιότητα.

Στον ελεύθερο χρόνο του ο Σουρελές σπάνια βγαίνει από το σπίτι του. Βλέπει τηλεόραση, διαβάζει, ακούει μουσική και πίνει λίγο μπέρμπον. Πέφτει για ύπνο στις έντεκα, φορώντας ωτασπίδες και καλύπτοντας τα μάτια.

Υπάρχουν εξαιρετικά γεγονότα στη ζωή του Μάκη; Ναι, αν σαν τέτοια χαρακτηρίσουμε τα αραιά τηλεφωνήματά του για ραντεβού που γίνονται σε ξενοδοχεία της μιας ώρας. Σε αυτά ο Σουρελές πηγαίνει ντυμένος σπορ αλλά πάντα λιτά και συντηρητικά. Πληρώνει χωρίς βιασύνη στη ρεσεψιόν, δίνοντας πάντα πουρμπουάρ, ανεβαίνει στο δωμάτιο, βγάζει τα παπούτσια του, ξαπλώνει στο κρεβάτι με τα ρούχα  σταυρώνοντας τα χέρια πίσω από το σβέρκο και κοιτάζει το είδωλό του στο ταβάνι με τον καθρέφτη, περιμένοντας το χτύπημα στην πόρτα.

Ο Δημήτρης Βούδημος, γνωστός σαν Τζίμης που το επίθετό του το θυμάται μόνο όταν περνάει τις πόρτες των δικαστηρίων και των φυλακών, είναι συνεργάτης του Σεριόζα, του Σεργκέι Αλεξέγιεφ που συνδέεται με την ρούσικη μαφία.

Τζίμης και Σεριόζα διευθύνουν ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα πορνείας, με πολλά χρόνια δράσης στην Ελλάδα. Τα ραντεβού γίνονται σπάνια σε σπίτια και μόνο αφού ο πελάτης γίνει μόνιμος και τσεκαριστεί αυστηρά. Τα ξενοδοχεία για τα ραντεβού είναι συγκεκριμένα και έχουν απόλυτη κάλυψη από την αστυνομία. Κάμερες υπάρχουν παντού. Κορίτσια και πελάτες βρίσκονται κάτω από ασφυκτικό έλεγχο.

Η Ειρήνη, κατά κόσμον Όλγα Νικολαένκο, είναι η πρώτη απώλεια του κυκλώματος. Αγορασμένη με έξη χιλιάδες ευρώ, η Ειρήνη ήταν σοβαρή επένδυση και η εξαφάνισή της δε μπορούσε να περάσει στο ντούκου.

Το τελευταίο ραντεβού της Ειρήνης ήταν με έναν τακτικό της πελάτη, έναν άχρωμο και συνηθισμένο τύπο γύρω στα σαράντα, με ίσιο καστανό μαλλί, γυαλιά και γαλανά μάτια.

Ο τύπος αυτός είχε ένα ελάττωμα. Έσβηνε τα φώτα του δωματίου, ακόμη και τον κρυφό φωτισμό. Αλλά αυτό το χούι τόχουν πολλοί, δε μπορείς να απαγορεύσεις στον πελάτη το σκοτάδι.

Το μόνο που κατέγραψε η κάμερα του δωματίου ήταν όταν άνοιξε η πόρτα, βγήκε ο τύπος και μετά από λίγο ξαναμπήκε σπρώχνοντας το καρότσι της καμαριέρας με τα κλινοσκεπάσματα. Ο μάγκας έβγαλε πάλι το καρότσι έξω και μετά τίποτα. Η Ειρήνη άφαντη από τα πλάνα.

Ο Ρώσος τάβαλε με την ρεσεψιονίστα που απολύθηκε γιατί ορκιζότανε ότι δεν είδε τον κύριο του δωματίου 117 να κατεβαίνει. Από εκείνη τη μέρα ο άγνωστος κύριος μπήκε στο στόχαστρο της ρούσικης μαφίας που επιστράτευσε όλες τις διασυνδέσεις της στην αστυνομία και το υπουργείο.

Όταν εξαφανίστηκε και η Αναστασία, κατά κόσμον Οκσάνα Κουζνετσόβα, Τζίμης και Σεριόζα ένιωσαν τα οπίσθιά τους να τσουρουφλίζονται. Μέχρι τώρα δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα με τα Μεγάλα Αφεντικά. Η δεύτερη εξαφάνιση τους έβαλε δύσκολα.

Ο Χρήστος ο ρεσεψιονίστας δεν είδε τον άγνωστο κύριο που η φωτογραφία του κοσμούσε τον χώρο κάτω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Αλλά βέβαια, τώρα που το σκέφτεται και βλέπει και την φωτογραφία του κυρίου που είχε ραντεβού με την Αναστασία, ναι ο κύριος αυτός θα μπορούσε, ας είχε μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, δε φορούσε γυαλιά μυωπίας και είχε καστανά μάτια. Άλλωστε γι αυτό υπάρχουν οι μπογιές και οι χρωματιστοί φακοί επαφής.

Η οργή των Τζίμη και Σεριόζα και το διώξιμο του Χρήστου δεν ωφέλησε και πολύ. Οι συνεταίροι ήταν πια σίγουροι ότι είχαν να κάνουν με μανιακό. Ενημέρωσαν τα Μεγάλα Αφεντικά και ζήτησαν έξτρα βοήθεια, τους τσετσένους εκτελεστές.

Ο Μάκης Σουρελές συνέχιζε τα δείπνα του. Στο τελευταίο δείπνο μάλιστα οι συνδαιτυμόνες ήταν ασυνήθιστα ομιλητικοί και δεν εφείσθησαν επαίνων τόσο για το μαγείρεμα όσο και για την εξαιρετική ποιότητα του κρέατος.

Όσο ο Σουρελές εξακολουθούσε να ζει με τον απαράλλαχτο τρόπο του, η ρούσικη μαφία και οι τσετσένοι εκτελεστές τον έψαχναν με μανία. Αυτό πάντως δεν απέτρεψε την τρίτη εξαφάνιση, της Ιωάννας, κατά κόσμον Ιρίνα Καπίν. Το περίεργο είναι ότι αυτή τη φορά κανείς δεν αναγνωρίζει το Μάκη Σουρελέ στην φωτογραφία του άντρα που είχε το ραντεβού με την Ιρίνα. Το άλλο είναι ότι τώρα βρίσκουν ίχνη. Αίμα στη μπανιέρα και στα πλακάκια του μπάνιου.

Κάποιος μίλησε και οι μαφιόζοι μαθαίνουν επιτέλους την ταυτότητα του άγνωστου άντρα. Μάκης Σουρελές, εμπορικός αντιπρόσωπος, Σαρανταπήχου 45.

Δύο καυκάσιοι άντρες, όχι πολύ ψηλοί αλλά φανερά γεροδεμένοι, ανοίγουν εύκολα την εξώπορτα της πολυκατοικίας Σαρανταπήχου 45, στις δέκα το βράδυ, ημέρα Παρασκευή. Ανεβαίνουν με το ασανσέρ στον τρίτο όροφο όπου τους περιμένουν άνδρες των ΕΚΑΜ και τους ακινητοποιούν πριν προλάβουν να αντιδράσουν και να χρησιμοποιήσουν τα πιστόλια με τους σιγαστήρες.

Μέσα στο διαμέρισμα το δείπνο συνεχίζεται χωρίς να ενοχληθεί κανείς. Ο Υπουργός, ο αρχηγός της Αστυνομίας, ο υπαρχηγός της ΕΥΠ, ο ιταλός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Giorgio Schiani, ο πράκτορας Μάκης Σουρελές και οι τρεις συνάδελφοί του εκ των οποίων ο ένας είναι ο φαλακρός που φωτογραφήθηκε τη μέρα της τρίτης εξαφάνισης, απολαμβάνουν το σπουδαίο δείπνο. Η διαφορά είναι ότι το παλιό τραπέζι έχει ανοίξει, έχει προστεθεί η τάβλα, έχει χρησιμοποιηθεί το μεγάλο τραπεζομάντηλο, κεντημένο από την προγιαγιά Σουρελέ και στο δείπνο παρευρίσκονται Όλγα, Οκσάνα και Ιρίνα που βοηθούν στο σερβίρισμα και πίνουν βότκα με την ψυχή τους.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΕΛΙΟΣ



Με λένε Στέλιο. Φέρω το ένδοξο επίθετο Βοναπάρτης. Ναι, της γνωστής οικογένειας των Βοναπάρτηδων, συγκεκριμένα γιος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, του βασιλιά των ξηρών καρπών.

Τα ξηροκάρπια που μασάτε, είτε φέρουν την επωνυμία BONAPARTIDA είτε οποιαδήποτε άλλη επωνυμία, συσκευάζονται στην εργοστασιάρα του πατέρα μου στα Οινόφυτα.

Αλλά ο Ναπολέων Βοναπάρτης δεν περιορίζεται στην εγχώρια αγορά ούτε στο αμφιβόλου ποιότητος γευστικόν κριτήριον των ιθαγενών. Έχει κατακτήσει την παγκόσμια αγορά, από την Γη του Πυρός μέχρι την Μαντζουρία. Γι αυτό άλλωστε στον ΣΕΒ του οποίου αποτελεί διακεκριμένο μέλος τον αποκαλούν «Ναπολέων ο Κατακτητής».

Ο πατέρας μου πάντως δεν υπήρξε ούτε είναι σπουδαίος γυναικοκατακτητής. Θες επειδή την αυτοκρατορία του την οφείλει εν πολλοίς στα όβολα της προίκας της μάνας μου Ερασμίας που τούχει βάλει τα δυο πόδια στο ένα κροκοδειλέ μοκασίνι, θες επειδή είναι της παλιάς σχολής, θες επειδή έτσι γουστάρει, δεν ασχολείται ούτε με γραμματείς ούτε με τραγουδιάρες ούτε με μοντέλες. Τρέχει για τις δουλειές και για την ικανοποίηση των, οφείλω να ομολογήσω, συχνά παράλογων επιθυμιών της κυρίας Ερασμίας και των τριών τέκνων του, της Γωγώς, του Παύλου και εμού του ιδίου, του Στέλιου αυτοπροσώπως.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Παύλος πάλι, ετών εικοσιέξι παρακαλώ, δεν αφήνει θηλυκό ν’ αγιάσει. Και την Φρόσω την κομμώτρια και τη μάνα της τη Νίνα, την γραμματέα την Ζανέτ, την καθαρίστρια την Καίτη, την τραγουδιάρα – φερστ κλας – τη Μαριλένα, την ανθυποτραγουδίστρια τη Μάρω, τη μοντέλα την Ηρώ και την υποψήφια μοντέλα την Ελπίδα. Γεμίζει νταλίκα, χωρίς υπερβολή. Και μ’ έχει κομπλάρει θανάσιμα.

Παρότι από μικρός – και τώρα μικρός είμαι, μόλις είκοσι – το έριξα στα σπορ αμάξια και ήδη έχω σπάσει τέσσερα, δυο μπε-εμ-βε, μία μερσεντές και μία μάζντα, οι επιτυχίες μου στις γυναίκες δεν συμβαδίζουν με την σπορ φιγούρα μου. Η αδερφή μου η Γωγώ μου λέει να σπάσω και την φεράρι αλλά εγώ δε συμφωνώ. Κάτι άλλο φταίει που έχω μείνει – θα το ξεστομίσω – παρθένος.

Και κοινωνικός είμαι και γυναίκες μου την πέφτουν. Αλλά… αλλά η σκιά του Παύλου πέφτει επάνω μου βαριά. Θέλω γυναίκα που θα τον κάνει να ζηλέψει και δεν την βρίσκω. Ή μάλλον δεν την έβρισκα μέχρι προχθές.

Η Σόνια δεν είναι από καμιά σπουδαία οικογένεια. Δεν είναι επώνυμη και δεν έχει καμιά καριέρα να επιδείξει. Είναι όμως θεογκόμενα που την βλέπεις και πέφτεις σέκος. Ψηλή, μελαχρινή, με γαλανά μάτια και καμπύλες που σε λιγώνουν.

Η Σόνια είναι η βασίλισσα των κλαμπ. Χορεύει τα πάντα, χαζεύει τους πάντες. Αυτή η Σόνια, η ανέμελη διασκεδάστρια, γνώρισε προχθές τον Στέλιο Βοναπάρτη τον παρθένο.

Η γνωριμία έγινε – πού αλλού – σε κλαμπ. Το περίεργο είναι ότι ο Στέλιος έκανε κλικ στη Σόνια χωρίς αυτή να ξέρει ότι πρόκειται για έναν Βοναπάρτη ούτε ότι πρόκειται για κληρονόμο του κολοσσού  BONAPARTIDA του οποίου τα σπόρια τσακίζει η Σόνια με μανία.

Ο Στέλιος στην αρχή τα έχασε. Η απίστευτη ψηλή που την χάζευε ώρα να λικνίζεται στην πίστα ήρθε να τον καλέσει σε χορό. Μετά σκέφτηκε ότι η θεά έμαθε ποιος είναι και αμόλησε πετονιά. Η σκέψη αυτή τον έκανε να σκυθρωπιάσει και επειδή η Σόνια δεν τους πάει τους σκυθρωπούς, στον επόμενο χορό τον παράτησε.

Ο Στέλιος Βοναπάρτης τρελάθηκε. Δεν θα τρελαινότανε τόσο ούτε αν είχε σπάσει την φεράρι του. Προσπάθησε να ξαναπιάσει κονέ αλλά η Σόνια τον έγραψε. Έβαλε τότε τα μεγάλα μέσα. Φρόντισε να μαθευτεί από τρίτους το τρισένδοξο και ακαταμάχητο επίθετό του.

Η Σόνια μπορεί να μην είναι Αϊνστάιν αλλά χαζή δεν είναι. Της έπεσε στην πλώρη κοτζάμ Βοναπάρτης και δεν είναι διατεθειμένη να τον χάσει μέσα από τα χέρια. Έχει περάσει τα τριάντα αλλά δεν το δείχνει και κάτι τέτοια τεκνάκια τα κάνει μια χαψιά, τα μασουλάει πιο εύκολα κι από ηλιόσπορο BONAPARTIDA.

Τον πλησιάζει με δυο ποτά στα χέρια. Ο Στέλιος ξέρει κι εκείνη ξέρει ότι ξέρει. Δεν κωλώνει όμως η Σόνια. Δεν της ξέφυγε ποτέ άντρας και φυσικά δεν πρόκειται να της γλυτώσει αυτό το μειράκιο ακόμη κι αν λέγεται Βοναπάρτης.

Οι γυναίκες σαν την Σόνια πολύ δύσκολα πέφτουν έξω και δεν πρόκειται τώρα να σας πούμε ότι έγινε το απίστευτο. Αντίθετα. Το ραντεβού κλείστηκε για την επόμενη μέρα το μεσημέρι, στη βιλλάρα των Βοναπάρτηδων στον Κρεμαστό Λαγό. Μπανάκι στην πισίνα. Το καλύτερο; Οι γονείς θα λείπουν για επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα, η Γωγώ στον γκόμενό της στο Μόντε Κάρλο και ο Παύλος θα γυρίσει το απόγευμα από τα γραφεία της εταιρείας. Ότι πρέπει δηλαδή για να δει την Σόνια και να κιτρινίσει από την ζήλια.

Η στιγμή έφτασε. Το κουδούνι της εξωτερικής πύλης του κάστρου των Βοναπάρτηδων χτύπησε και πιο δυνατά χτύπησε η καρδιά του Στέλιου Βοναπάρτη που έτρεξε στην εξώπορτα καθησυχάζοντας τα δυο τεράστια ροτβάιλερ που είχαν πάρει θέση.

Μόλις έσκασε μύτη η θεά με το αέρινο κοντό της φόρεμα, του Στέλιου του κόπηκε η αναπνοή. Ζαλίστηκε και μπουρδουκλώθηκε. Η Σόνια δεν τον άφησε να λιποθυμήσει. Τον φίλησε γελαστή και στα δυο μάγουλα και του πέταξε ένα παίνεμα για την σπιταρόνα. Ο Στέλιος την οδήγησε μέσα και την ρώτησε αν βρήκε το σπίτι εύκολα. Το είχε βρει εύκολα γιατί ο ταξιτζής το ήξερε. Την είχε κοιτάξει μάλιστα πονηρά, τι σου είναι αυτοί οι άντρες.

Είπανε διάφορα άσχετα όση ώρα ο Στέλιος ετοίμαζε τα ποτά και μετά ο Βοναπάρτης έπιασε μαλακά την Σόνια από τη μέση για να βγούνε στην πισίνα.
Ο Στέλιος φορούσε ήδη το μαγιό του αλλά η Σόνια τον πρόλαβε πριν βουτήξει. Στις ιδιωτικές πισίνες είναι ντροπή και κρίμα να πέφτεις με το μαγιό. Το μπάνιο είναι ελευθερία και ελευθερία στο μπάνιο είναι να είσαι γυμνός.

Η Σόνια πέταξε φόρεμα και στρινγκάκι με αστραπιαίες κινήσεις, ο Στέλιος την ακολούθησε λίγο σπασμωδικά βγάζοντας φανελάκι αθλητικό και μαγιό και την χάζεψε καθώς βουτούσε από τον βατήρα με στιλ πρωταθλήτριας πριν ρίξει κι αυτός μια λίγο άτσαλη βουτιά.

Η ολική καταστροφή μπορεί να επέλθει σε μια στιγμή. Η στιγμή αυτή ήταν στην πισίνα της Οικίας Βοναπάρτη, στις 12 και 33 το μεσημέρι. Τύχη ή αναγκαιότητα; Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τύχη ή καλύτερα ατυχία αν δεν ήξερε ότι η ωραία Σόνια προκειμένου να μη χάσει την απρόσμενη ευκαιρία για ραντεβού με έναν Βοναπάρτη είχε αψηφήσει ένα κρύωμα που της είχε αναστατώσει τον εσωτερικό της κόσμο.

Την κρίσιμη ώρα η κοιλιά της την πρόδωσε. Ένα ασυγκράτητο βουητό στα έντερα ακολουθήθηκε από έναν άγριο καταιγισμό και στην επιφάνεια του νερού σχηματίστηκε γοργά μια απαίσια καφέ κηλίδα που απλώθηκε όπως απλώθηκε και η αφόρητη μυρωδιά του χαλασμένου αυγού.

Η Σόνια πετάχτηκε από το νερό αλαφιασμένη, άρπαξε τα πεταμένα ρούχα της και όρμησε στο εσωτερικό του σπιτιού ψάχνοντας σαν την τρελή το μπάνιο.

Ο Στέλιος Βοναπάρτης, κεραυνοβολημένος, βγήκε από την πισίνα σαν χαμένος , πήγε στην ντουσιέρα και άφησε το νερό να πέφτει επάνω του με μια έκφραση ηλιθίου.

Η θεά βγήκε σε λίγο από το σπίτι και έτρεξε στην εξώπορτα χωρίς να κοιτάξει ούτε στιγμή τον Στέλιο που ολόγυμνος έσπευδε να καθησυχάσει τα αναστατωμένα θηρία και να της ανοίξει την πόρτα με ένα εσωτερικό κουμπί.

Η Σόνια  εξαφανίστηκε κουτρουβαλώντας κυριολεκτικά στην κατηφόρα του Κρεμαστού Λαγού, αφήνοντας ξωπίσω το γυμνό άγαλμα του Στέλιου και την πολυτελή έπαυλη του αυτοκράτορα των ξηροκαρπίων.

Με λένε Στέλιο. Κάθομαι στα πλακάκια της πισίνας και χαζεύω την καφέ κηλίδα που ξεθωριάζει λίγο αλλά παραμένει εκεί, μυρίζω τη μπόχα που είναι λιγότερο έντονη αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και περιμένω σε πέντε λεπτά την επιστροφή του Παύλου.

Το μυαλό μου είναι άδειο από δικαιολογίες, δε μπορώ να σχηματίσω καμιά ολοκληρωμένη σκέψη παρά μια φράση με δυο απλές προτάσεις και ένα σύνδεσμο : βλέπω σκατά και είμαι σκατά.